Εισαγωγή στην Ψυχοφαρμακολογία

Εισαγωγή στην Ψυχοφαρμακολογία

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος χρησιμοποίησε το αλκοόλ, το όπιο, το χασίς και τα παραισθησιογόνα για να επηρεάσει τις ψυχικές του λειτουργίες.

Στον Πίνακα παρουσιάζονται οι διάφοροι σταθμοί στην νεότερη ιστορία της ψυχοφαρμακολογίας

  • 1845 – Χρήση του χασίς για την θεραπεία της σχιζοφρένειας
  • 1869 – Τα άλατα χλωρίου στην κατάθλιψη
  • 1875 – Χρήση της κοκαΐνης από τον Freud για θεραπευτικούς σκοπούς
  • 1892 – Έρευνες με χρήση της παραλδεϋδης, αλκοόλ, αιθέρα και μορφίνης από τον Kraepelin
  • 1903 – Τα βαρβιτουρικά στην Ψυχιατρική
  • 1917 – Πρόκληση πυρετού ελονοσίας για την θεραπεία της Σχιζοφρένειας.
  • 1927 – Πρόκληση κώματος με βαρβιτουρικά και ινσουλίνη για την Σχιζοφρένεια
  • 1931 – Η ρεζερπίνη εισάγεται στην Ψυχιατρική
  • 1936 – Πρόσθιες λοβοτομές
  • 1938 – Πρώτη εφαρμογή της ECT
  • 1949 – Cade (λίθιο)
  • 1952 – Delay & Deniker (χλωροπρομαζίνη)
  • 1955 – Selikoff και Delay, (ιπρονιαζίδη)
  • 1950-1960 περίοδος των κλινικών μελετών
  • πρόοδος στην κατανόηση των νευρικών συνάψεων (1960-1970), των υποδοχέων (1970-1980) και των μετασυναπτικών μηχανισμών (1980-1990)

Η πρόοδος της σύγχρονης ψυχοφαρμακολογίας αρχίζει το 1952 με την έρευνα των δράσεων της χλωροπρομαζίνης σε ψυχιατρικούς ασθενείς από τους Delay και Deniker. Βέβαια, ήδη από το 1949 ο Cade στην Αυστραλία είχε ανακαλύψει τις θεραπευτικές ιδιότητες του λιθίου στη μανία, αλλά η γενική αποδοχή του συγκεκριμένου φάρμακου καθυστέρησε αρκετά. Το 1952 περιγράφηκε επίσης, από τους Selikoff και Delay, η αντικαταθλιπτική δράση της ιπρονιαζίδης (που αργότερα ανακαλύφθηκε ότι είναι αναστολέας της ΜΑΟ) και το 1957 ο Kuhn δημοσίευσε τα χαρακτηριστικά της αντικαταθλιπτικής δράσης του τρικυκλικού αντικαταθλιπτικού ιμιπραμίνη. Σε ότι αφορά τα αγχολυτικά, το 1957 ο Οί­xon παρουσιάζει τη μεπροβαμάτη και το 1960 ο Sternbach συνέθεσε και μελέτησε τη χλωροδιαζεποξείδη.

Η δεκαετία 1950-1960 υπήρξε η περίοδος των κλινικών μελετών. Χαρακτηριστικά, κατά τη δεκαετία αυτή μόνο η χλωροπρομαζίνη δόθηκε σε περισσότερους από 50.000.000 ασθενείς και δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά περιοδικά 10.000 κλινικές μελέτες για τη δράση της. Η κλινική εφαρμογή των ψυχοτρόπων φαρμάκων δημιούργησε το ερέθισμα να ερευνηθεί ο μηχανισμός δράσης τους στον εγκέφαλο και συνέβαλε σε υψηλό βαθμό στην πρόοδο των νευροεπιστημών. Δεν θα ήταν υπερβολή να διατυπωθεί ότι η πρόοδος στην κατανόηση των νευρικών συνάψεων (δεκαετία 1960-1970), των υποδοχέων (δεκαετία 1970-1980) και των με­τασυναπτικών ενδονευρωνικών μηχανισμών (δεκαετία 1980-1990) οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη των ψυχοτρόπων φαρμάκων που με αυτόν τον τρόπο έγιναν «εργαλεία» για την κατανόηση του νευρικού συστήματος. Η πρόοδος των νευροεπιστημών μας επέτρεψε να διατυπώσουμε σχετικές υποθέσεις για την αιτιολογία της κατάθλιψης, της σχιζοφρένειας και του άγχους κ.λπ., το πλεονέκτημα των οποίων είναι η δυνατότητα πειραματικού ελέγχου της ορθότητας ή όχι αυτών. Στην εποχή μας προτείνονται θεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες βασίζονται πλέον στις προαναφερθείσες νευροεπιστημονικές θεωρίες που αφορούν την αιτιολογία τους. Ενδεικτικά αναφέρεται η θεραπεία της παρανοειδούς σχιζοφρένειας με χολοκυστοκινίνη (CCK), που σχετίζεται με τη διαπίστωση ότι η CCK αποτελεί τον φυσιολογικό ανταγωνιστή της ντοπαμίνης (Nair et al., 1982).

Τελευταία και μετά τις σημαντικότατες προόδους που έχει κάνει η Γενετική επιστήμη, το ενδιαφέρον στρέφεται στην γονιδιακή έρευνα. Έχει παρατηρηθεί π.χ. ότι ορισμένα φάρμακα επηρεάζονται από συγκεκριμένο γενετικό προφίλ των ασθενών και αυτό έχει δώσει ώθηση στην έρευνα του συσχετισμού του γενετικού κώδικα με την εμφάνιση ψυχικών νόσων καθώς και με την αποτελεσματικότερη θεραπεία. Οι έρευνες είναι ακόμα σε αρχικά στάδια, αλλά οι προσδοκίες για την ανακάλυψη σχετικών μηχανισμών είναι μεγάλες.

 Η πρόοδος της Ψυχοφαρμακολογίας επηρέασε και όλες τις άλλες μεθόδους θεραπείας των Ψυχικών διαταραχών. Τα άσυλα με τους χιλιάδες μόνιμους ασθενείς πίσω από κλειδωμένες πόρτες, σε θαλάμους που είχαν χαρακτηριστεί σαν “λάκκοι με οχιές» εξαιτίας της βίας και επιθετικότητας που κυριαρχούσε, έγιναν πλέον παρελθόν. Τα άτομα με Ψυχικές διαταραχές άρχισαν να αντιμετωπίζονται στα Ψυχιατρικά τμήματα γενικών νοσοκομείων και σε κέντρα Ψυχικής υγείας για εξωτερικούς ασθενείς. Η ομαδική, οικογενειακή και ατομική Ψυχοθεραπεία, καθώς και η θεραπεία περιβάλλοντος (milieu therapy) οφείλουν κατά ένα μέρος την εξέλιξή τους στο γεγονός ότι τα Ψυχοτρόπα φάρμακα δεν άλλαξαν μόνο τον τρόπο σκέψης των Ψυχικά ασθενών , αλλά και τον τρόπο που οι θεραπευτές τους κατανοούν τη φύση των Ψυχικών διαταραχών. Τέλος, ευτυχώς σήμερα δεν θεωρείται πλέον ότι η φαρμακοθεραπεία και η Ψυχοθεραπεία συγκρούονται μεταξύ τους.

Η ψυχοφαρμακολογία αποτελεί έναν πλήρη οδηγό για τη σωστή χορήγηση των Ψυχοτρόπων φαρμάκων στις διάφορες Ψυχικές διαταραχές. Πρέπει να τονιστεί ότι στη χώρα μας ισχύει το ακόλουθο θεραπευτικό παράδοξο: Πολλά άτομα που θα έπρεπε να τους χορηγούνται για θεραπευτικούς λόγους Ψυχοτρόπα φάρμακα, τα στερούνται (και γι’ αυτό συνήθως ευθύνονται οι λεγόμενες «αντιψυχιατρικές θεωρίες» και κάποιοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που είναι αναιτίως αντίθετοι με την χορήγηση φαρμάκων), ενώ ίσως ακόμα περισσότερα άτομα λαμβάνουν Ψυχοτρόπα φάρμακα χωρίς να υπάρχουν οι σχετικές θεραπευτικές ενδείξεις ή σε δόσεις πολύ υψηλότερες των ενδεικνυομένων.

 ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

1. Πριν από τη χορήγηση ψυχοτρόπων σκευασμάτων έχει μεγάλη σημασία η από μέρους του ιατρού γνώση των παθολογικών καταστάσεων ή των αλληλεπιδράσεων φαρμάκων που θα μπορούσαν  (1 ) να ευθύνονται για τα ψυχιατρικά συμπτώματα του ασθενούς (2) να αυξήσουν την τοξικότητα των χορηγούμενων φαρμάκων (π.χ τα διουρητικά ή τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα αυξάνουν τις συγκεντρώσεις του λιθίου). και (3) να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της σχεδιαζόμενης θεραπείας (π.χ. τα αντιεπιληπτικά επιταχύνουν το μεταβολισμό των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών).

2. Ο ιατρός πρέπει να είναι ενήμερος για ενδεχόμενο αλκοολισμό η χρήση ναρκωτικών, που θα μπορούσαν να περιπλέξουν τη θεραπεία. Γι’ αυτό το λόγο συνιστάται πρώτα η αποτοξίνωση των ασθενών από το οινόπνευμα ή τα ναρκωτικά και μετά η προσπάθεια αντιμετώπισης μιας υποτιθέμενης επιπρόσθετης ψυχιατρικής διαταραχής, που εμφανίσθηκε στη διάρκεια της χρήσης αυτών των ουσιών.

3. Πριν από τη χορήγηση ψυχοτρόπου σκευάσματος έχει μεγάλη σημασία ο κλινικός να είναι βέβαιος για τη διάγνωση. Αν δεν είναι σίγουρος. θα πρέπει να καθορισθούν με σαφήνεια όλες οι διαγνωστικές υποθέσεις και να διαμορφωθεί ένας συστηματικός τρόπος διευκρίνισης της διάγνωσης. Όταν παραμένουν σοβαρά ερωτηματικά ως προς τη διάγνωση, είναι καλύτερο να παρακολουθείται ο ασθενής χωρίς να παίρνει φάρμακα ή να του χορηγούνται οι ελάχιστες δυνατές δόσεις των λιγότερο τοξικών φαρμάκων, με σκοπό το βραχυπρόθεσμο έλεγχο της συμπεριφοράς του (π.χ. μικρές δόσεις μιας βενζοδιαζεπίνης). Αυτή η μέθοδος έχει ιδιαίτερη σημασία όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την αιτιολογία των ψυχωτικών ή κατατονικών καταστάσεων, διότι αυτές είναι δυνατό να οφείλονται σε σωματικά ή ψυχιατρικά νοσήματα ή σε χρήση ναρκωτικών ή να είναι ιατρογενείς.

4. Πριν από τη χορήγηση οποιουδήποτε ψυχιατρικού σκευάσματος είναι απόλυτα απαραίτητο να ορίζονται συμπτώματα. στόχοι, που μπορούν να παρακολουθούνται στη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής, για να προσδιορίζεται η επιτυχία της θεραπείας. Εναλλακτικός τρόπος, για περιπτώσεις ασθενών που δεν μπορούν να αναφέρουν οι ίδιοι τα συμπτώματά τους (π.χ. ανοϊκοί ή ψυχωτικοί ασθενείς), είναι η παραγγελία στην οικογένειά τους να βαθμολογεί τη συμπεριφορά τους (πχ. σε ένα απλό ημερήσιο βαθμολόγιο με κλίμακα από το 1 ως το 10). Σε περιπτώσεις ασθενών με χρόνια ασαφώς καθορισμένα συμπτώματα μπορεί να βοηθήσει μια τυποποιημένη βαθμολογική κλίμακα (π.χ. η κλίμακα κατάθλιψης του Beck), που θα χορηγείται σε τακτικά διαστήματα. Η χρήση καθορισμένων συμπτωμάτων-στόχων ή βαθμολογικών κλιμάκων έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία όταν το σκεύασμα χορηγείται ως εμπειρική δοκιμασία σε κάποια ασαφή περίπτωση ή όταν οι ασθενείς δεν είναι σε θέση να αναφέρουν με ακρίβεια τη μεταβολή των συμπτωμάτων τους.

5. Όταν υπάρχουν αμφιβολίες για τη σωστή διάγνωση ή θεραπεία θα πρέπει να επιζητείται η σύγκληση ιατρικού συμβουλίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αντίδραση του κλινικού στις συστάσεις του συμβούλου (συμφωνία η διαφωνία) πρέπει να είναι τεκμηριωμένη.

 ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

1. Όταν επιλέγεται κάποιο φάρμακο, πρέπει να εφαρμόζεται μια πλήρης αγωγή με επαρκείς δόσεις και διάρκεια θεραπείας, έτσι ώστε, αν τα συμπτώματα-στόχοι δεν βελτιωθούν, να μην υπάρξει ανάγκη επιστροφής σ’ αυτό το φάρμακο. (Η ανεπαρκής δοσολογία και διάρκεια αγωγής είναι η κυριότερη αιτία αποτυχίας της θεραπείας με αντικαταθλιπτικά σε περιπτώσεις που οι ασθενείς έχουν διαγνωσθεί με βεβαιότητα).

2. Ο ιατρός πρέπει να είναι ενήμερος για τις παρενέργειες του φαρμάκου και, αν κρίνεται σκόπιμο, να προειδοποιεί τους ασθενείς (π.χ. αν ορισμένα αντικαταθλιπτικά είναι δυνατό να προκαλέσουν ξηροστομία ή θαμπή όραση). Πρέπει επίσης να γνωρίζει με σαφήνεια ποιες τοξικές επιδράσεις επιβάλλουν καθησύχαση του ασθενούς (π.χ. η ξηροστομία), αντιμετώπιση (π.χ. ο παρκινσονισμός από νευροληπτικά) ή διακοπή του φαρμάκου (π.χ. η διάμεση νεφρίτιδα από λίθιο). Όταν απαιτείται, οι ασθενείς πρέπει να εξετάζονται (π.χ. για δυσκαμψία ή στοματική δυσκινησία). Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ότι οι παρενέργειες μερικών ψυχοτρόπων φαρμάκων είναι δυνατό να υποδύονται τα συμπτώματα της αντιμετωπιζόμενης διαταραχής (π.χ. η ακαθισία από νευροληπτικά μπορεί να εκδηλωθεί ως ανησυχία και η ακινησία από νευροληπτικά μπορεί να μη διακρίνεται από την κατατονία που προκαλεί η νόσος).

3. Τα θεραπευτικά σχήματα πρέπει να διατηρούνται απλά, τόσο για να βελτιώνεται η συμμόρφωση του ασθενούς όσο και για να αποφεύγεται η αθροιστική τοξικότητα. Η συμμόρφωση μπορεί να βελτιωθεί αν η αγωγή και τα θεραπευτικά σχήματα διατηρούνται απλά (π.χ. με χορήγηση του λιθίου 1 ή 2 φορές την ημέρα αντί 3 ή 4), αν αναπτυχθεί διάλογος με τους ασθενείς αναφορικά με το χρόνο της αναμενόμενης βελτίωσης και αν αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα τα παράπονα των ασθενών για παρενέργειες των φαρμάκων. Για να διατηρηθεί η συμμόρφωση ασθενών με ψύχωση, άνοια ή καθυστέρηση, μπορεί να χρειαστεί προσεκτική επίβλεψη τους από την οικογένεια.

4. Η δοσολογία του σκευάσματος πρέπει να αναπροσαρμόζεται τακτικά, προκειμένου να προσδιορισθεί η ελάχιστη αποτελεσματική δόση για το συγκεκριμένο στάδιο της νόσου του ασθενούς, διότι συχνά οι δασολογικές απαιτήσεις αλλάζουν στην πορεία του χρόνου. Για παράδειγμα, στη σχιζοφρένεια η δοσολογία του αντιψυχωσικού σκευάσματος που απαιτείται για να αντιμετωπισθούν οι οξείες εξάρσεις είναι, γενικά, υψηλότερη από τη δοσολογία της μακροχρόνιας θεραπείας συντήρησης.

5. Στους ηλικιωμένους είναι φρόνιμο να χορηγούνται μικρότερες δόσεις. Επίσης οι αλλαγές της δοσολογίας πρέπει να είναι λιγότερο συχνές σ’ αυτούς σε σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς, διότι ο χρόνος που απαιτείται για να επιτευχθούν σταθερές συγκεντρώσεις των φαρμάκων συχνά είναι μεγαλύτερες.

ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

1. Πολύ συχνά εξακολουθούν να χορηγούνται για αόριστο χρόνο φάρμακα που δεν έχουν αποτέλεσμα και να συσσωρεύονται στο θεραπευτικό σχήμα πολλά σκευάσματα με αποτέλεσμα ανώφελες δαπάνες και παρενέργειες. Όταν ένα σκεύασμα αποδεικνύεται αναποτελεσματικό μετά από επαρκή χορήγησή του, η διακοπή του έχει ουσιαστική σημασία. Αν, ωστόσο, ο ιατρός δεν έχει παρακολουθήσει τα αντικειμενικά συμπτώματα-στόχους από την αρχή της θεραπείας, είναι δύσκολο να συμπεράνει ότι το σκεύασμα απέτυχε.

2. Στις περισσότερες κλινικές καταστάσεις τα κριτήρια διακοπής των ψυχοτρόπων φαρμάκων είναι ασαφή ακόμα και μετά από προφανή θεραπευτική επιτυχία. Όταν τα ψυχοτρόπα φάρμακα διακόπτονται, ο καλύτερος τρόπος είναι να μειώνεται με αργό ρυθμό η δοσολογία τους, διότι αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή της αναζωπύρωσης των συμπτωμάτων και των συμπτωμάτων στέρησης. Λόγω των διαφορετικών θεραπευτικών επιπτώσεων καθεμιάς, έχει μεγάλη σημασία η διάκριση μεταξύ της προσωρινής αναζωπύρωσης των συμπτωμάτων (που συμβαίνει συχνά μετά τη διακοπή βενζοδιαζεπινών βραχείας δράσης), η οποία είναι σύντομη και παροδική, αλλά συχνά πολύ βαριά, της υποτροπής της διαταραχής, η o­ποία συνίσταται σε βραδεία επάνοδο των αρχικών συμπτωμάτων, και της στέρησης, στην οποία εμφανίζονται νέα συμπτώματα χαρακτηριστικά της στέρησης του συγκεκριμένου φαρμάκου.

 ΑΛΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

1. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι περίπλοκες παθήσεις, έχει μεγάλη σημασία η τεκμηρίωση των παρατηρήσεων του ασθενούς (περιλαμβανομένων της βασικής ψυχικής κατάστασης του και των μεταβολών της με τη θεραπεία), της κλινικής αιτιολογίας και των παρενεργειών. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην τεκμηρίωση του κινδύνου αυτοκτονίας ή βίαιης συμπεριφοράς και του κινδύνου σοβαρών παρενεργειών, όπως είναι η όψιμη δυσκινησία. Σημασία έχει επίσης η εξασφάλιση, μετά από την παροχή των σχετικών πληροφοριών, τεκμηριωμένης συγκατάθεσης για τη θεραπεία, περιλαμβανομένων της ικανότητας του ασθενούς και της εκούσιας συμμόρφωσής του. Αν η ικανότητα του ασθενούς να αποφασίζει μόνος του δεν είναι σταθερή ή αμφισβητείται, ο κλινικός πρέπει να παίρνει από αυτόν άδεια συμμετοχής της οικογένειάς του στη λήψη σημαντικών θεραπευτικών αποφάσεων. Αν ο ασθενής είναι σαφώς ανίκανος για λήψη αποφάσεων, πρέπει να χρησιμοποιείται επίσημος νομικός μηχανισμός υποκατάστασης της κρίσης του.

2. Πολλά από τα φάρμακα έχουν εγκριθεί από τις κατά τόπους κρατικές υπηρεσίες για άλλες ενδείξεις, διαφορετικές από τη θεραπεία των ψυχιατρικών παθήσεων (π.χ. οι β-αναστολείς, τα αντιεπιληπτικά και η κλονιδίνη). Οπωσδήποτε, η απόφαση να χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να βασίζεται στην αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητά τους στην κάθε συγκεκριμένη διαταραχή. Συχνά η έγκριση χορήγησης ενός φαρμάκου καθυστερεί και δεν συγχρονίζεται με τις πρακτικές κλινικές ανάγκες.

 

ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ

I. Αντιψυχωτικά (γνωστά και ως νευροληπτικά, ονομασία που τους δόθηκε όταν ανακαλύφθηκαν το 1950 διότι προκαλούν νευρολογικές διαταραχές). Δρούν κυρίως στους ντοπαμινικούς υποδοχείς.

Χρήσεις

  • Σχιζοφρένεια.
  • Διπολική Διαταραχή (στην φάση της Μανίας).
  • Ως ισχυρά κατασταλτικά σε μεγάλο άγχος. Στις ανοϊκές διαταραχές.
  • Οργανικά ψυχοσύνδρομα.
  • Σε διαταραχές προσωπικότητας Cluster I.

Παρενέργειες

  • Ξηροστομία.
  • Ακαθισία.
  • Διαταραχές όρασης.
  • Δυσκοιλιότητα.
  • Οξεία δυστονία.
  • Παρκινσονισμός.
  • Κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο.
  • Όψιμη δυσκινησία.
  • Βιολογικές παρενέργειες (ήπατικές, καρδιολογικές, αιματολογικές, δερματολογικές, υπερπρολακτιναιμία κλπ).

Τα Άτυπα νευροληπτικά (πρώτος αντιπρόσωπος η κλοζαπίνη, ονομάζονται έτσι λόγω της διαφορετικής τους δράσης από τα κλασσικά).

II. Αντικαταθλιπτικά : Δρουν στους σεροτονεργικούς και τους νοραδρενεργικούς υποδοχείς σε συγκεκριμένες δομές του εγκεφάλου, όπου οι συγκεκριμένοι υποδοχείς υπολειτουργούν με αποτέλεσμα ένδεια των νευροδιαβιβαστών. Παράλληλα με αυτήν την θεωρία έχουν αναπτυχθεί και άλλες είτε συμπληρωματικές, είτε αλληλοσυγκρουόμενες. Τα διάφορα φάρμακα που κυκλοφορούν σήμερα ομαδοποιούνται σε συγκεκριμένες κατηγορίες σύμφωνα με τον χημικό τους τύπο ή σύμφωνα με τον τρόπο δράσης τους.

Χρήση:

  • Όλες οι μορφές της κατάθλιψης, διπολικές διαταραχές στην φάση κατάθλιψης.
  • Ψυχαναγκαστικές διαταραχές.
  • Αντιμετώπιση χρονίου άγχους.
  • Σε διαταραχές πρόσληψης τροφής

Κατηγορίες:

Τρικυκλικά (π.χ. Anafranil, Saroten, Ludiomil, Tolvon, κλπ) Πλέον χρησιμοποιούνται όλο και σπανιότερα λόγω των παρενεργειών τους.

Παρενέργειες:

  • Αντιχολινεργικές (δυσκοιλιότητα, σιελόρροια, θόλωση όρασης κλπ)
  • Διαταραχές καρδιακού ρυθμού – καρδιοτοξικότητα
  • Καταστολή

Αναστολείς της ΜΑΟ (Aurorix)

  • Παρενέργειες λίγες κυρίως νευρικότητα και αϋπνία.

NASA (Remeron)

  • Παρενέργειες Ελάχιστες κυρίως  καταστολή, αύξηση βάρους.

Ειδικοί αναστολείς επαναπρόσληψης (SSRI, SNRI κλπ).

  • Παρενέργειες ελάχιστες κυρίως γαστεντερικά, διαταραχές όρεξης, σεξουαλική δυσλειτουργία, που εύκολα υποχωρούν με την πάροδο του χρόνου.

III. Αγχολυτικά: Κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται κυρίως για την αντιμετώπιση του άγχους. Τα περισσότερα ανήκουν στην οικογένεια των βενζοδιαζεπινών και εισήχθησαν στην κλινική χρήση το 1960, αντικαθιστώντας τα βαρβιτουρικά που έως τότε χρησιμοποιούντο για την καταπολέμηση του άγχους.

Τα αγχολυτικά χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με την ισχύ τους και τον χρόνο δράσης τους:

Μεγάλης ισχύος – μακράς διάρκειας (κλοναζεπάμη – Rivotril)

Μεγάλης ισχύος – μικρής διάρκειας (αλπραζολάμη – Xanax)

Μικρής ισχύος – μακράς διάρκειας (πραζεπάμη – Centac)

Μικρής ισχύος – μικρής διάρκειας (λοραζεπάμη – Tavor)

IV. Λίθιο και σταθεροποιητικά διάθεσης: Το λίθιο και τα αντιεπιληπτικά χρησιμοποιούνται κυρίως στην Διπολική διαταραχή για την αντιμετώπιση του μανιακού επεισοδίου, για την βελτίωση της ανεκτικής σε φάρμακα κατάθλιψης και ως ψυχοπροφύλαξη στο μεσοδιάστημα των επεισοδίων.

V. Αντιπαρκινσονικά: Χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων που προκαλούνται από την χρήση των νευροληπτικά

Ένας διάλογος για τα ψυχιατρικά φάρμακα

Ένας διάλογος για τα ψυχιατρικά φάρμακα

Η Ψυχιατρική είναι μια ιατρική ειδικότητα, που εξασκείται από καταρτισμένους στο αντικείμενο ιατρούς. Είναι η πλέον αμφισβητούμενη ιατρική ειδικότητα, όχι μόνο για τα αποτελέσματα της, αλλά ακόμα και για το αντικείμενο της, το οποίο σε ακραία μορφή αμφισβητείται συχνά με το απλοϊκό επιχείρημα ότι «δεν υφίσταται η έννοια της ψυχικής νόσου». Βεβαίως, η Ψυχιατρική όπως και οι λοιπές ειδικότητες της ιατρικής, είναι μια δυναμικά εξελισσόμενη επιστήμη, που όμως στην πορεία της εξέλιξης της έχει να καταδείξει τόσες θεραπευτικές επιτυχίες όσες και αποτυχίες. Η ασάφεια που επικρατεί γύρω από την ψυχική νόσο, που δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ακόμα και από ιατρούς άλλων ειδικοτήτων, η έλλειψη σαφών και αδιαφιλονίκητων αποδείξεων για την φύση και μηχανισμούς εκδήλωσης, ανάπτυξης και συντήρησης των ψυχικών νόσων, καθιστούν το έργο των ψυχιάτρων ακόμα δυσκολότερο να πείσουν τόσο την επιστημονική κοινότητα, όσο βεβαίως και τους ίδιους τους ασθενείς. Δεν είναι τυχαίο μάλιστα που η Ψυχιατρική είναι η μόνη ιατρική ειδικότητα που αμφισβητήθηκε τόσο πολύ, μέχρι του σημείου ανάπτυξης ολόκληρου Κινήματος στην δεκαετία του 1970, με τίτλο μάλιστα πρόδηλο των προθέσεων των εμπνευστών του «Αντιψυχιατρικού Κινήματος».«Δυστυχώς» (όπως συνήθιζε να λέει ένας δάσκαλος της Ψυχιατρικής στους ασθενείς του), «δεν έχει εφευρεθεί ακόμα η ακτινογραφία Ψυχής, να σου αποδείξω που αυτή έχει σπάσει!…»
Συχνά οι ψυχίατροι στην καθημερινή τους πρακτική, έρχονται συν τοις άλλοις αντιμέτωποι και με την δυσπιστία που υπάρχει διαδεδομένη για την χρησιμότητα των ψυχιατρικών φαρμάκων, καθώς και με ποικίλες δοξασίες για την βλαπτικότητα τους. Το μόλις πρώτο ψυχιατρικό φάρμακο η χλωροπρομαζίνη (Largactil) συνετέθη το 1950 και η ανακάλυψη της ήταν τυχαία σε έρευνα που γινόταν για αντιφυματικά φάρμακα. Έκτοτε, πολλά καινούργια φάρμακα ανακαλύφθηκαν, αλλά 60 χρόνια από την πρώτη εκείνη ανακάλυψη, η αμφισβήτηση συνεχίζει να υπάρχει και μάλιστα με ηχηρούς τίτλους όπως «Βιομηχανία Θανάτου».

Το παρόν άρθρο σκοπό έχει να αποκαταστήσει μερικές αρνητικές δοξασίες για τα ψυχιατρικά φάρμακα.  Από εκεί και πέρα, ο κάθε άνθρωπος είναι αποκλειστικά ο ίδιος υπεύθυνος για την διατήρηση της Υγείας του, συμπεριλαμβανομένης και της ψυχικής. Η άρνηση θεραπείας, είναι δικαίωμα (πλην των περιπτώσεων που διακυβεύεται η σωματική ακεραιότητα του ίδιου ανθρώπου και των γύρω του και που προβλέπεται νομικά η ιατρική υποχρέωση για θεραπευτική παρέμβαση). Το δικαίωμα αυτό δύναται ο άνθρωπος να το εξασκήσει ανά πάσα στιγμή, έχοντας όμως επαρκώς ενημερωθεί ότι αναλαμβάνει και την ευθύνη των συνεπειών αυτής της άρνησης.

 _____________________________________________________

Μύθοι και δοξασίες γύρω από τα ψυχιατρικά φάρμακα:

 

Τα ψυχιατρικά φάρμακα χορηγούνται για την θεραπεία των ψυχικών ασθενειών. Δεν υπάρχουν όμως ακριβή, αντικειμενικά κριτήρια για την ψυχιατρική «διάγνωση», ως εκ τούτου, δεν υπάρχουν ακριβή, αντικειμενικά κριτήρια για να θεωρηθεί αν κάποιος έχει βελτιωθεί ή θεραπευτεί.

Ακριβή, αντικειμενικά κριτήρια για την ψυχιατρική διάγνωση υπάρχουν, όπως και για όλες τις ασθένειες. Τα κριτήρια διάγνωσης έχουν ταξινομηθεί μαζί με αυτά των υπολοίπων σωματικών ασθενειών στο ICD-10 του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και στο DSM-V της Αμερικάνικης Ψυχιατρικής Εταιρείας. Κάθε διάγνωση πρέπει να υπακούει σε συγκεκριμένα κριτήρια και με βάση αυτά προσδιορίζεται συνολικά η θεραπεία (συμπεριλαμβανομένης και των φαρμάκων). Κριτήρια επίσης καθώς και συγκεκριμένα εργαλεία μέτρησης υπάρχουν και για την αποτίμηση της βελτίωσης ή της αποθεραπείας.

Οι άνθρωποι που είναι χαρακτηρισμένοι ως πάσχοντες «ψυχικά» έχουν σύνθετα προβλήματα τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν με τα χάπια. Αντίθετα, τα ψυχιατρικά φάρμακα επιδεινώνουν τα προβλήματά τους με θόλωση στη σκέψη, προκαλώντας σωματικές παθήσεις, καθώς και με τη πρόκληση εξάρτησης.
Πράγματι οι πάσχοντες από ψυχικά προβλήματα έχουν συνήθως σύνθετα προβλήματα, τόσο πριν και κατά την εκδήλωση της ψυχικής διαταραχής, όσο και κυρίως κατά την διάρκεια της θεραπείας, καθώς και μετά από αυτήν. Η Κοινωνία μας εξάλλου, δύσκολα αποδέχεται την έννοια του «ψυχικά ασθενούς», ο Κοινωνικός Αποκλεισμός είναι από τα μεγαλύτερα προβλήματα στην θεραπευτική αυτών των καταστάσεων, υπάρχει ένας ιδιότυπος ρατσισμός σε κάθε έναν που δηλώνει ότι έχει «ψυχολογικά προβλήματα». Τα ψυχιατρικά φάρμακα δίδονται μόνο όταν και εφόσον υπάρχουν σαφείς επιστημονικά ελεγμένες προϋποθέσεις για την χορήγηση τους, παράλληλα με άλλες θεραπείες με προεξάρχουσα την ψυχοθεραπεία. Ο έλεγχος των παρενεργειών είναι εκ των ων ουκ άνευ, διότι μια μη καλά ανεκτή φαρμακευτική θεραπεία διακόπτεται συνήθως αυτοβούλως από τον ίδιο τον ασθενή, ο ασθενής «χάνεται» και η πιθανότητα να καταστεί η διαταραχή χρόνια μετά από κάποιες υποτροπές, είναι εξαιρετικά μεγάλη.

Μερικά ψυχιατρικά φάρμακα δεν είναι μόνο ηρεμιστικά, αλλά στην πραγματικότητα επηρεάζουν την νευροδιαβίβαση. Όλα τα ψυχιατρικά φάρμακα επηρεάζουν την νευροδιαβίβαση. Έτσι, στην ουσία νομιμοποιούμε ναρκωτικές ουσίες. 
Η πραγματικότητα είναι ότι όλα τα ψυχιατρικά φάρμακα επηρεάζουν ελεγχόμενα την νευροδιαβίβαση στον εγκέφαλο, διότι ο εγκέφαλος είναι και η βάση των ψυχικών λειτουργιών. Η συσχέτιση που γίνεται με τις ναρκωτικές ουσίες είναι εντελώς ατυχής! Ο εγκέφαλος επηρεάζεται από πάρα πολλές ουσίες που διέρχονται τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό. Μερικές από αυτές που επίσης καταλαμβάνουν συγκεκριμένες θέσεις στον εγκέφαλο επηρεάζοντας την νευροδιαβίβαση είναι ο καφές, το τσιγάρο, το τσάι, η βαλεριάνα, το απόσταγμα βοτάνων που πωλούνται ως φυσικά προϊόντα, αλλά και ουσίες επίσης βλαπτικές είναι το μονοξείδιο του άνθρακα των σύγχρονων μεγαλουπόλεων και των προϊόντων του πολιτισμού μας, η υψίσυχνη ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία των κινητών, η ακτινοβολία των γραμμών υψηλής τάσης ρεύματος και άλλα πολλά.

Η κατάθλιψη προκαλείται από μικρή συγκέντρωση σεροτονίνης στον εγκέφαλο, ενώ αντίστοιχα η σχιζοφρένεια προκαλείται από την υπερβολική ποσότητα ντοπαμίνης. Αυτά υποτίθεται ότι διορθώνονται με τα ψυχιατρικά φάρμακα. Όμως τα επίπεδα των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο ανιχνεύονται μόνο σε πειραματόζωα στο εργαστήριο και όχι στον ζώντα άνθρωπο. Τα ψυχιατρικά φάρμακα που συνταγογραφούνται βασίζονται έτσι σε εικασίες για το θεραπευτικό τους αποτέλεσμα ή είναι θέμα πολιτικής και μεγάλων οικονομικών συμφερόντων.
Από μόνη της η θεώρηση αυτή είναι εξαιρετικά απλοϊκή, διότι στις ψυχικές διαταραχές και κυρίως στις ασθένειες όπως η Κατάθλιψη και η Σχοζοφρένεια, υπάρχει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο δίκτυο επηρεαζόμενων νευροδιαβιβαστικών συστημάτων, που σε ένα μεγάλο μέρος έχει κωδικοποιηθεί, αλλά όχι ακόμα απόλυτα. Τα σύγχρονα φάρμακα συνήθως επιδρούν σε παραπάνω από ένα σύστημα νευροδιαβιβαστών, σε μια αναλογία που εξασφαλίζει και το θεραπευτικό αποτέλεσμα τους, που όμως για άγνωστους ακόμα επιστημονικά λόγους, εξατομικεύεται σε μεγάλο βαθμό και γι’ αυτό ένα φάρμακο που βοηθά πολύ κάποιον, δεν είναι εξίσου αποτελεσματικό σε κάποιον άλλον.

Τα Υπνωτικά χάπια βοηθούν τους ανθρώπους να κοιμούνται. Όμως βοηθούν λίγο και  το αποτέλεσμα είναι προσωρινό. Μετά από μερικές εβδομάδες, θα σταματήσουν να λειτουργούν αποτελεσματικά. Όταν διακοπούν τα χάπια, ο ύπνος γίνεται πιο δύσκολος από ποτέ. Επιπλέον, τα υπνωτικά χάπια παρεμβαίνουν στην αρχιτεκτονική του ύπνου.

Όλο αυτό δεν είναι Μύθος, είναι η Πραγματικότητα! Γι’ αυτό οι ψυχίατροι (εν αντιθέσει με άλλες ιατρικές ειδικότητες), είναι εξαιρετικά φειδωλοί στην χορήγηση υπνωτικών (και εν γένει αγχολυτικών) και αν αυτό γίνει, προτείνεται σαφώς περιορισμένη χρονικά χρήση των συγκεκριμένων φαρμάκων. Πρέπει να τονίσουμε ότι συνήθως τα υπνωτικά (και τα αγχολυτικά) είναι μόνο συμπληρωματική, συμπτωματική θεραπεία και όχι αιτιολογική (δεν καταπολεμά δηλαδή την αιτία, αλλά μόνο το σύμπτωμα). Συνήθως χορηγούνται σε τακτική βάση για μικρό χρονικό διάστημα, στην αρχή μιας φαρμακοθεραπείας, που περιλαμβάνει και αιτιολογική θεραπεία (αντικαταθλιπτικά, νευροληπτικά κλπ), καθώς και ψυχοθεραπεία.

Μας λένε ότι οι Κυβερνήσεις μέσω των αντίστοιχων κρατικών δομών (π.χ. ΕΟΦ) έχει ελέγξει διεξοδικά όλα τα φάρμακα, συμπεριλαμβανομένων και των ψυχιατρικών φαρμάκων, ξέρει τα πάντα γι ‘αυτά, και έχει αποδειχθεί ότι είναι ασφαλή πριν από την έγκρισή τους. Αλλά όμως η ίδια η κυβέρνηση δεν έχει εργαστήρια και επιστήμονες να κάνουν αυτή την έρευνα. Στηρίζει τις γνώσεις σχετικά με τα αποτελέσματα της έρευνας στους κατασκευαστές των φαρμάκων. 
Ένα φάρμακο για να βγει στην Αγορά, υφίσταται εργαστηριακή εξέλιξη με συγκεκριμένα και ελεγχόμενα πρωτόκολλα, σε τέσσερεις φάσεις και οκτώ υποφάσεις και όλη αυτή η διαδικασία διαρκεί περίπου 15-20 χρόνια στο πλείστον των περιπτώσεων. Η ανάπτυξη και η αδειοδότηση νέων φαρμάκων είναι εξαιρετικά πολυδάπανη διαδικασία, η πιθανότητα μια νέα ουσία να αποδειχθεί θεραπευτική είναι 1:10.000 (και παραπάνω) και πλέον οι περισσότερες έρευνες γίνονται στα Πανεπιστήμια (χρηματοδοτούμενες έρευνες τόσο από Κυβερνήσεις, όσο και από τις Φαρμακευτικές Εταιρείες). Η πιθανότητα, μετά από αυτήν την μακρά και πολυδάπανη πορεία, ένα φάρμακο να αποσυρθεί μετά την κυκλοφορία του, είναι επίσης μεγάλη, όταν αποδειχθεί ότι οι παρενέργειες στην καθημερινή κλινική πράξη είναι περισσότερες από τα οφέλη, ή υπάρξουν δεδηλωμένες και πιστοποιημένες αναφορές για σημαντικές παρενέργειες.

Κανένα φάρμακο, ούτε καν η απλή ασπιρίνη, δεν είναι απόλυτα ασφαλές, σε όλη την γκάμα της Ιατρικής. Είναι γνωστό σε όλους πως όλα τα φάρμακα έχουν τις παρενέργειες τους. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Φαρμάκων και Τροφίμων (Food and Drug Administration) των ΗΠΑ περίπου 1,5 εκατομμύριο Αμερικανοί νοσηλεύτηκαν το 1978, εξ αιτίας των παρενεργειών των φαρμάκων που τους χορηγήθηκαν από τους γιατρούς ως «θεραπεία». Υπολογίστηκε επίσης πως το 30% των ασθενών που νοσηλεύονται στα γενικά νοσοκομεία υποφέρουν και παθαίνουν βλάβες από τις παρενέργειες των φαρμακοθεραπειών τους. Οι περισσότερες βλάβες εντοπίζονται στο ήπαρ, στο «εργοστάσιο μεταβολισμού» του ανθρώπινου οργανισμού, καθώς τα πιο πολλά φαρμακευτικά σκευάσματα έχουν ηπατοτοξικές παρενέργειες.
Ο χρυσούς κανόνας είναι και παραμένει ο Ιπποκρατικός Νόμος της θεραπευτικής, δηλαδή η θεραπεία να είναι το δυνατόν λιγότερο βλαπτική. («ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν».

Η βλαπτικότητα των ψυχιατρικών φαρμάκων έχει γίνει γνωστή εδώ και δεκαετίες, αλλά σε αντίθεση με την περίφημη θαλιδομίδη, οι γιατροί έχουν τη δυνατότητα να συνεχίζουν τη συνταγογράφηση τους, ακόμη και στα πλαίσια της αναγκαστικής θεραπείας. Η θαλιδομίδη προκάλεσε δημόσια κατακραυγή, πιθανώς επειδή αποδεδειγμένα και εντυπωσιακά έβλαψε τα βρέφη που γεννήθηκαν από φυσιολογικές μητέρες. Οι παρενέργειες σε πολλά ψυχιατρικά φάρμακα είναι εξίσου πολλές, αλλά το ευρύ κοινό δεν γνωρίζει γι ‘αυτά, διότι τα περισσότερα θύματα είναι κρυμμένα σε ιδρύματα. Χωρίς την δημόσια κατακραυγή, οι κυβερνήσεις δεν έχουν κίνητρα να δράσουν, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που διακυβεύονται.

Ελάχιστοι από τους ψυχιατρικούς ασθενείς «είναι κρυμμένοι στα Ψυχιατρεία». Οι περισσότεροι ζουν ανάμεσα μας και αυτό επιτυγχάνεται χάρις στα φάρμακα και τις υπόλοιπες θεραπευτικές μεθόδους που εφαρμόζονται. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στις «Αγχώδεις Διαταραχές» και τις απλές Καταθλίψεις, αλλά στις πολύ σοβαρότερες ψυχικές ασθένειες όπως η Σχιζοφρένεια. Αυτό που δυστυχώς δεν μπορεί να κλειστεί δια παντός και ισοβίως στα Ψυχιατρεία, είναι ο Κοινωνικός Αποκλεισμός και οι Προκαταλήψεις της Κοινωνίας!..

Αναφερόμενοι μόνο στις σωματικές παρενέργειες, ορισμένα ψυχιατρικά φάρμακα, ιδίως τα νευροληπτικά, έχουν ανεπιθύμητες ενέργειες σε ποσοστά 50% κατά το πρώτο έτος της χρήσης. Μετά από μακροχρόνια χρήση τα ποσοστά αυξάνονται σε σχεδόν 100%. Τα ψυχιατρικά φάρμακα δεν είναι συγκρίσιμα με τα φάρμακα που συνταγογραφούνται για σωματικές αρρώστιες, διότι α) τα περισσότερα φάρμακα λαμβάνονται μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, ενώ στα ψυχιατρικά φάρμακα η θεραπεία συνεχίζεται επ ‘αόριστον. Β) τα περισσότερα φάρμακα δεν διασχίζουν τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό και δεν επηρεάζουν το κεντρικό νευρικό σύστημα, ενώ όλα τα ψυχιατρικά φάρμακα το κάνουν. γ) οι ανεπιθύμητες ενέργειες από τα φάρμακα που συνήθως εξαφανίζονται όταν το φάρμακο έχει διακοπεί, ενώ πολλές παρενέργειες από τα ψυχιατρικά φάρμακα είναι μη αναστρέψιμες. Στην πραγματικότητα, κάποιες παρενέργειες από τα ψυχιατρικά φάρμακα εμφανίζονται αφότου το φάρμακο έχει διακοπεί. Οι παρενέργειες των ψυχιατρικών φαρμάκων μπορεί να είναι εξαιρετικά πολύπλοκες και δύσκολες στην αντιμετώπιση τους, για να μην αναφέρουμε τη ζημιά στην ψυχική λειτουργία.

Όλη η παράγραφος βρίθει επιστημονικής ανακρίβειας. Οι όποιες αναφορές λαμβάνουν υπόψιν φάρμακα που η χρήση τους έχει μειωθεί δραματικά τα τελευταία 20-25 χρόνια, με την ανακάλυψη καινούργιων φαρμάκων, πολύ ασφαλέστερων, με λιγότερες παρενέργειες και καλύτερη αποτελεσματικότητα, κυρίως λόγω καλύτερης συμμόρφωσης των ασθενών. Υπάρχουν συγκεκριμένα πρωτόκολλα χορήγησης ψυχιατρικών φαρμάκων, ανάλογα με την ψυχική διαταραχή, τον αριθμό των παρελθόντων επεισοδίων αναζωπύρωσης της νόσου, την ηλικία, το φύλο, την συνύπαρξη σωματικών ασθενειών κλπ. κλπ. Οι όποιες παρενέργειες εμφανίζονται, αξιολογούνται προσεκτικά και σχεδόν όλες είναι αναστρέψιμες με την διακοπή του φαρμάκου ή με αντικατάσταση του. Σε καμία περίπτωση δεν ισχύει ότι οι ψυχικές διαταραχές έχουν ισόβια θεραπεία, πλην συγκεκριμένων καταστάσεων όπως π.χ. η Σχιζοφρένεια. Ακόμα και στις περιπτώσεις που θα χρειαστεί να χορηγηθούν φάρμακα στο υπόλοιπο του Βίου, αυτό γίνεται διότι όπως έχει αποδειχθεί επιστημονικά, κάθε υποτροπή που οφείλεται σε διακοπή φαρμάκου έχει πολλαπλάσιες πιθανότητες να μην ανταποκριθεί εκ νέου στην θεραπεία. Αυτό εξάλλου συμβαίνει και σε άλλες σωματικές καταστάσεις, που η θεραπεία είναι δια Βίου, π.χ. στην Υπέρταση, στο Άσθμα, στον Σακχαρώδη Διαβήτη, στην κατά Πλάκας Σκλήρυνση, στην Parkinson, σε μια σειρά ορμονολογικών, αυτοάνοσων παθήσεων κλπ.

Όταν ένα ψυχιατρικό φάρμακο προκαλεί παρενέργειες, μπορεί να διακοπεί ή να αντικατασταθεί από ένα άλλο. Όμως όταν διακοπεί το φάρμακο απότομα θα προκαλέσει σοβαρές, συχνά πολύ επικίνδυνες σωματικές όσο και ως συμπεριφορικές αντιδράσεις, που ενδεχομένως θα επιβάλλει  αναγκαστικά χορήγηση περισσοτέρων φαρμάκων. 

Ένα ψυχιατρικό φάρμακο θα διακοπεί όταν δεν γίνεται καλά ανεκτό (παρενέργειες) ή δεν είναι αποτελεσματικό στον συγκεκριμένο ασθενή. Η διακοπή και αντικατάσταση του γίνεται πάντα με ελεγχόμενο διασταυρούμενο τρόπο (σταδιακή μείωση του ενός φαρμάκου που θα αποσυρθεί και σταδιακή αύξηση του άλλου φαρμάκου που αντικαθιστά το πρώτο). Κανείς ψυχίατρος δεν θα επιβάλλει απότομη διακοπή φαρμάκων, εκτός αν συντρέχουν πάρα πολύ σοβαροί λόγοι ζωής και θανάτου. Μέχρι στιγμής, κανένα ψυχιατρικό φάρμακο στην προτεινόμενη από την βιβλιογραφία δοσολογία, δεν έχει προκαλέσει θάνατο ασθενούς, ενώ ακόμα και οι αλλεργίες είναι εξαιρετικά σπάνιες (εν αντιθέσει με τα αντιβιοτικά για παράδειγμα). Το γνωστό Κακόηθες Νευροληπτικό Σύνδρομο, που θα μπορούσε να απειλήσει την ζωή του ασθενούς, είναι μια σπάνια κατάσταση μετά από χρόνια λήψη συγκεκριμένου φαρμάκου, που όμως έχει πλέον σχεδόν πλήρως αντικατασταθεί από νεότερα (στην μακροχρόνια χρήση).

Δυστυχώς, οι γιατροί δεν ενεργούν πάντα προς το συμφέρον των ασθενών τους. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην ψυχιατρική, όπου:

Δεν υπάρχουν αποτελεσματικές ιατρικές θεραπείες.

Τα ενοχλήματα των ασθενών συχνά δεν λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν. 
– Οι παρενέργειες συνήθως συγχέονται με μια υποτιθέμενη ψυχική ασθένεια. 
– Τα συμφέροντα ενός τρίτου (των φαρμακευτικών εταιρειών) μπορεί να υπερισχύουν των συμφερόντων του ασθενούς. 

– Οι ίδιοι οι γιατροί συχνά εξαπατούνται, διότι η γνώση τους για τα φάρμακα που συνταγογραφούν προέρχεται από τις εκστρατείες marketing των κατασκευαστών.
Πέρα από την γνωστή Αντιψυχιατρική Θέση, που δεν επιδέχεται άλλης κριτικής, οι απαντήσεις στα προηγούμενα ερωτήματα συνοψίζονται στα εξής:

– Η ιατρική είναι μια συνεχώς εξελισσόμενη επιστήμη, που έχει σήμερα πολύ πιο αποτελεσματικές θεραπείες απ’ ότι πριν 20 χρόνια και πολύ λιγότερο αποτελεσματικές από τις θεραπείες που θα εφαρμόζονται μετά από 20 χρόνια.
– Τα ενοχλήματα των ασθενών λαμβάνονται σοβαρά υπόψιν, διότι μια αυτόβουλη διακοπή της θεραπείας λόγω παρενεργειών, ελλοχεύει τον κίνδυνο υποτροπής, που συνήθως είναι πολλαπλής σοβαρότητας από το προηγούμενο επεισόδιο. Ο ιατρός που δεν ακούει τον ασθενή του, απλώς δεν κάνει καλά την δουλειά του.
– Πράγματι το Άγχος μπορεί να υποδύεται σωματικές καταστάσεις και πολλές φορές συγχέονται οι παρενέργειες ενός φαρμάκου, με το άγχος του ασθενούς. Χρέος τόσο του ιατρού, όσο και του ασθενούς είναι να επιμείνουν στην διερεύνηση κάθε αναφερθέντος ενοχλήματος.

– Ισχύει, για κάποια μερίδα του ιατρικού κόσμου. Αν υπάρχει αυτή η υπόνοια για τον θεράποντα ιατρό (και ψυχίατρο), καλύτερα ο ασθενής να εγκαταλείψει τον ιατρό του σε ανεύρεση άλλου, διότι η αμοιβαία εμπιστοσύνη ιατρού-ασθενούς είναι προϋπόθεση για την επιτυχία μιας συνολικής θεραπείας. Και αυτό ισχύει για όλες τις ιατρικές ειδικότητες.

– Η αλήθεια είναι ότι τα marketing των φαρμακευτικών εταιρειών παρουσιάζουν τα προϊόντα τους με τα φωτεινότερα χρώματα. Προϊόν πουλούν δεν προσφέρουν αγαθοεργία και οι Νόμοι της Αγοράς είναι αδυσώπητοι. Χρέος πλέον του ιατρού είναι να ενημερώνεται σφαιρικά, να αναζητά πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματα του, να διασταυρώνει τις πληροφορίες που καθημερινά δέχεται (και ο όγκος τους είναι τεράστιος), ώστε τελικώς να πράττει κατά ιατρική συνείδηση το έργο του.