Ο φόβος είναι ένα δυσάρεστο συναίσθημα, που εμφανίζεται ως απάντηση σε μια φαινομενική ή πραγματική απειλή. Η φυσιολογική απόκριση του φόβου εξαφανίζεται όταν η απειλή εξαφανίζεται ή αποσύρεται.
Οι φόβοι είναι πολύ συχνοί και κοινό φαινόμενο στα παιδιά. Περισσότερο από το 90 τοις εκατό των παιδιών έχουν κάποια φοβική εμπειρία σε κάποια περίοδο στην ανάπτυξή τους. Είναι ένα φυσιολογικό συναίσθημα που βοηθά στην ανάπτυξη προσαρμοστικών μηχανισμών για κάποιο πιθανό κίνδυνο.
Ο φόβος στα παιδιά τείνει να έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Το αντικείμενο του φόβου μπορεί να αλλάζει από χρόνο σε χρόνο, από μήνα σε μήνα, ή ακόμη και εβδομάδα σε εβδομάδα. Πολλοί από αυτούς τους φόβους εξαφανίζονται καθώς το παιδί μεγαλώνει. Η ένταση του φόβου καταλήγει να σχετίζεται με τη μάθηση και την απόκτηση εμπειρίας στο παιδί. Με την αυξανόμενη ωριμότητα και την εμπειρία ένα παιδί είναι σε θέση να καταλάβει ότι τα προηγούμενα φοβογόνα ερεθίσματα δεν είναι τελικά απειλητικά και ότι επίσης έχουν πλέον την ικανότητα να τα αντιμετωπίσουν. Ως αποτέλεσμα, κάτι που φοβάται ένα νεογέννητο δεν θα προκαλέσει την ίδια απάντηση σε παιδί σχολικής ηλικίας.
Η κατανόηση των γονέων των τυπικών για την παιδική ηλικία φόβων, όχι μόνο τους επιτρέπει να συμπάσχουν με το φόβο του παιδιού τους, ανεξάρτητα πόσο παράλογος μπορεί αυτός να φαίνεται, αλλά και τους επιτρέπει να ανταποκρίνονται κατάλληλα.
Ο φόβος στα νεογνά τείνει να είναι κατά κύριο λόγο αντανακλαστικός. Ενστικτωδώς φοβούνται εάν νιώσουν αιφνίδια απώλεια υποστήριξης, υπερβολικά ή μη αναμενόμενά αισθητηριακά ερεθίσματα, ιδιαίτερα δυνατούς θορύβους.
Στους περίπου έξι με εννέα μήνες, τα νήπια φοβούνται τις μάσκες, τα ύψη, και τους αγνώστους.
Το άγχος αποχωρισμού εμφανίζεται συνήθως σε ηλικία περίπου έξι έως δέκα μηνών και κορυφώνεται μεταξύ 18 και 24 μηνών. Το βρέφος δεν έχει τη δυνατότητα να κατανοήσει τη σταθερότητα του πλαισίου και μπορεί να πιστεύει ότι αν η μητέρα του απομακρυνθεί, αυτή δεν θα ξαναγυρίσει. Η αναφερόμενη κορύφωση στα 18 έως 24 μήνες είναι πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι πολλά παιδιά εισέρχονται σε παιδικούς σταθμούς ημερήσιας φροντίδας ή προσχολικής ηλικίας. Φυσικά, η κορύφωση μπορεί να συμβεί νωρίτερα σε ένα παιδί που ξεκίνησε τον παιδικό σταθμό πρώιμα. Συνήθως όταν αρχίζει εκπαίδευση της τουαλέτας, ο φόβος της τουαλέτας γίνεται ένας κοινός φόβος.
Ένα μεγαλύτερο παιδί μπορεί να φοβάται τα ατυχήματα λόγω υπερβολικής γονικής αντίδρασης. Σε ηλικία δύο ετών, όταν τα παιδιά να αρχίσουν να κατανοούν τις σχέσεις αιτίας και αποτελέσματος και την αίσθηση έλλειψης ελέγχου τους στον κόσμο, αρχίζει άλλης μορφής παραγωγή φοβογόνων ερεθισμάτων. Άλλοι κοινοί φόβοι για τα δίχρονα είναι τα ακουστικά ερεθίσματα (βροντή, τρένα), οι γιατροί, μεγάλα αντικείμενα που πλησιάζουν, και τα φανταστικά πλάσματα.
Μεταξύ των ηλικιών δύο και τριών, τα παιδιά αρχίζουν να ασχολούνται με το φανταστικό παιχνίδι και συχνά φοβούνται τις φανταστικές καταστάσεις ή τα πλάσματα που τα ίδια κατασκευάζουν. Ως αποτέλεσμα, αυτά τα μικρά παιδιά μπορούν να έχουν μια αυξημένη αντίδραση φόβου, ακόμη και σε γνωστές καταστάσεις ή καταστάσεις που δεν είχαν ποτέ πρόβλημα.
Η φαντασία των παιδιών γίνεται εξαιρετικά πλούσια σε ηλικίες τρία και τέσσερα. Τυπικά οι φόβοι αφορούν το σκοτάδι, θορύβους, μάσκες, τέρατα τηλεόρασης, τα ζώα, να είναι μόνα και τους διαρρήκτες. Τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία έχουν δυσκολία στην διάκριση μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Μπορούν πραγματικά να πιστεύουν ότι τα τέρατα στην τηλεόραση είναι αληθινά και θέλουν να τα βλάψουν. Οι φόβοι συχνά συνδέονται με τις Απόκριες. Τα μικρά παιδιά έχουν την τάση να φοβούνται πολύ το σκοτάδι και μπορεί εύκολα να αποπροσανατολιστούν αν ξυπνήσουν την νύκτα. Κάθε ήχος ή η σκιά μπορεί να παρερμηνευθεί. Ένας επιπλέον φόβος στην ηλικία των τεσσάρων είναι η ανησυχία απώλειας των γονέων. Ο φόβος αυτός, καθώς και ο φόβος του σκοταδιού, είναι επίσης κοινός στην ηλικία των πέντε ετών.
Οι φόβοι των περισσότερων πεντάχρονων τείνουν να είναι πολύ συγκεκριμένοι. Τυπικοί φόβοι σε αυτήν την ηλικία είναι ο φόβος του τραυματισμού, ο φόβος του να χαθούν, ο φόβος των σκύλων, βροντές – κεραυνοί, και να χάσει τους γονείς του.
Συνήθεις φόβοι των έξι και επτά ετών είναι τα φαντάσματα, οι μάγισσες, οι φυσικές καταστροφές, τα άγρια ζώα. Στα παιδιά αυτής της ηλικίας σε αυτό το αναπτυξιακό επίπεδο, η αίσθηση της πραγματικότητας είναι σαφέστερη, αλλά εξακολουθούν να έχουν μια ζωηρή φαντασία. Τα «τέρατα» δεν είναι πλέον αντιληπτά ως ελεύθερα στον χώρο τους σε αυτή την ηλικία, αλλά μάλλον κρύβονται στη σοφίτα, στην ντουλάπα, κάτω από το κρεβάτι ή στο υπόγειο.
Πολλά παιδιά είναι σε θέση να επιλύσουν τους φόβους τους από την ηλικία των επτά, λόγω βελτίωσης των γνωστικών και προσαρμοστικών ικανοτήτων τους. Οι περισσότεροι φόβοι μετά την ηλικία των επτά ετών σχετίζονται με το σχολείο, με σωματική βλάβη, φυσικά φαινόμενα και το άγχος των επιδόσεων.
Η αντιμετώπιση των παιδικών φόβων
Προκειμένου να διευκολύνουν την ομαλή υποχώρηση των φυσιολογικών φόβων της προσχολικής και σχολικής ηλικίας, οι γονείς και οι παιδαγωγοί πρέπει να έχουν υπόψη τους ή να κάνουν τα εξής:
• Να μη μεταδίδουν στο παιδί τους δικούς τους φόβους.
• Να μην πανικοβάλλονται και μεγαλοποιούν τους φόβους του παιδιού δίνοντας υπερβολική προσοχή στην παραμικρή εκδήλωση φόβου
• Να μην ειρωνεύονται τους φόβους του παιδιού, οι οποίοι μπορεί να μοιάζουν παράλογοι ή και αστείοι στα μάτια τους αλλά να είναι πρόθυμοι να ακούσουν το παιδί και να του συμπαρασταθούν με κατανόηση και ψυχραιμία.
• Να μην εξαναγκάζουν βίαια και χωρίς καμιά προετοιμασία το παιδί να πλησιάζει το αντικείμενο του φόβου του.
• Να διερευνούν την πιθανή πηγή του φόβου προκειμένου να παράσχουν στο παιδί τις απαραίτητες λογικές εξηγήσεις και έμπρακτες αποδείξεις ως προς την απουσία πραγματικού κινδύνου.
• Να μη φοβίζουν σκόπιμα το παιδί λέγοντάς του ότι «αν δεν είναι καλό παιδί θα το πάρει ο «μπαμπούλας» ή η «αστυνομία». Αν οι ενήλικες προσπαθούν να ελέγξουν τη συμπεριφορά των παιδιών με τη χρήση του φόβου, δεν θα πρέπει στη συνέχεια να απορούν γιατί τα παιδιά φοβούνται!
• Να χρησιμοποιήσουν εικονογραφημένα παιδικά βιβλία με παιδιά που φοβούνται αλλά τελικά ξεπερνάνε τους φόβους τους, τα οποία κυκλοφορούν στα βιβλιοπωλεία. Το παιδί μπορεί να ταυτιστεί με τον ήρωα του βιβλίου και να ξεπεράσει ευκολότερα το φόβο του.
• Γενικά, έργο των ενηλίκων είναι να ενθαρρύνουν με κάθε τρόπο τα παιδιά ώστε να αναπτύξουν πρωτοβουλίες, αυτοπεποίθηση, θάρρος, αυτάρκεια και αυτονομία. Η υπερπροστατευτική συμπεριφορά των ενηλίκων διευκολύνει την εκδήλωση φόβων από την πλευρά του παιδιού. Θαρραλέος είναι όποιος νοιώθει ότι μπορεί να ασκήσει έλεγχο σε αυτά που του συμβαίνουν και ένα παιδί στο οποίο οι ενήλικες μεταδίδουν μηνύματα ανικανότητας, είναι λογικό να αισθάνεται αδύναμο και να φοβάται ευκολότερα.
Επομένως, οι ενήλικες πρέπει να ανησυχήσουν και να απευθυνθούν το συντομότερο σε κάποιον παιδοψυχολόγο αν υπάρχουν υποψίες ότι οι αντιδράσεις του παιδιού αποτελούν ενδείξεις φοβίας, δηλαδή αν:
• είναι υπερβολικές και επίμονες
• παρουσιάζουν μεγάλη διάρκεια και αντοχή στο χρόνο
• είναι δυσανάλογα έντονες σε σχέση με το ερέθισμα ή την κατάσταση που τις προκάλεσε
• συνοδεύονται από σωματικά ενοχλήματα
• φαίνεται να αποδιοργανώνουν το παιδί
• εμποδίζουν τη συμμετοχή του σε καθημερινές δραστηριότητες
Η έγκαιρη αντιμετώπιση των φοβιών είναι απαραίτητη διότι οι φοβίες, σε αντίθεση με τους φυσιολογικούς φόβους της προσχολικής ηλικίας, μπορεί να έχουν δυσμενείς συνέπειες τόσο στην καθημερινή λειτουργικότητα όσο και στη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού.