ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑΣ – ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ 2003”

H μείζων κατάθλιψη αποτελούσε τη τέταρτη σε σπουδαιότητα διαταραχή ως προς την επιβάρυνση από ασθένειες σε παγκόσμιο επίπεδο κατά το 1990 και υπολογίζεται ότι θα είναι δεύτερη έως το 2020.  Αποτελεί την κύρια αιτία αναπηρίας στις αναπτυγμένες χώρες και το βασικό ερώτημα είναι γιατί η επιβάρυνση λόγω της κατάθλιψης δεν μειώνεται με τον ίδιο ρυθμό όπως οι λοιμώδεις και περιγεννητικές παθήσεις, οι οποίες το 1990 προκαλούσαν μεγαλύτερη επιβάρυνση.  Κατά τα τελευταία 5 έτη επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο η άποψη ότι η κατάθλιψη αποτελεί υποτροπιάζουσα διαταραχή, που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως χρόνια νόσος.  Έχει υπολογισθεί ότι προς το παρόν αποτρέπεται περίπου 13% της συνολικής επιβάρυνσης που προκαλεί η κατάθλιψη.  Έχει επιπλέον υπολογισθεί ότι, αν ήταν ιδανικές οι συνθήκες ως προς την κάλυψη των ασθενών και τις δυνατότητες των κλινικών γιατρών και δεν υπήρχαν προβλήματα σχετικά με την παροχή και τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας, η επιβάρυνση θα μπορούσε να αποτραπεί μόνο σε ποσοστό 36% με τη χρήση των παρεμβάσεων και των γνώσεων που είναι διαθέσιμες σήμερα.  Συνεπώς, φαίνεται ότι ποσοστό 64% της επιβάρυνσης που προκαλεί η μείζων κατάθλιψη δεν μπορεί να αποτραπεί.  Πρόκειται για μία κατάσταση, στην οποία η αποτελεσματική πρόληψη μπορεί να έχει ζωτική σημασία.  Από πληθυσμιακές μελέτες προκύπτει ότι περίπου το ένα τρίτο των ασθενών, που στη διάρκεια της ζωής τους πληρούν τα κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης, αναφέρουν ότι το πρώτο επεισόδιο εκδηλώθηκε σε ηλικία μικρότερη των 21 ετών.  Άρα, η  πρόληψη, αν πρόκειται να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να έχει στόχο τα άτομα νέας ηλικίας.

Υπάρχουν προγράμματα με κύριο στόχο την πρόληψη της κατάθλιψης;  Οι πρόσφατες ανασκοπήσεις σχετικά με την πρόληψη των ψυχικών διαταραχών είναι αισιόδοξες για το γενικό ζήτημα της πρόληψης, αν και εμφανίζονται κάπως επιφυλακτικές ως προς τα προγράμματα πρόληψης της κατάθλιψης.  Σε ορισμένες μελέτες που δημοσιεύτηκαν κατά το έτος 2001 διαφαίνεται μεταβολή αυτής της άποψης.  Προγράμματα πρόληψης (που έχουν ονομασθεί γενικά προγράμματα) μπορούν να έχουν εφαρμογή σε ολόκληρο τον πληθυσμό ή να κατευθύνονται προς τα άτομα με αναγνωρισμένους παράγοντες κινδύνου ή πρώιμα συμπτώματα.  Οι γενικές παρεμβάσεις ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη αποδοχή, κοστίζουν, όμως, περισσότερο, ενώ οι κατευθυνόμενες παρεμβάσεις εξαρτώνται από την ακρίβεια προγραμμάτων ελέγχου, που ενδέχεται να προκαλέσουν στιγματισμό όσων επιλεγούν. Γενικά προγράμματα με στόχο την πρόληψη της κατάθλιψης. Σε μελέτη του 1993, ο Clarke και συνεργάτες παρέθεσαν στοιχεία για δύο προγράμματα παρέμβασης σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.  Στο πρώτο πρόγραμμα, οι μαθητές κατανεμήθηκαν τυχαία σε τρία μαθήματα στην τάξη σχετικά με τα συμπτώματα, τα αίτια και τη θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης και ενθαρρύνθηκαν στην εφαρμογή ευχάριστων δραστηριοτήτων με στόχο την πρόληψη της εμφάνισης ή της έξαρσης καταθλιπτικής διάθεσης.  Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, παρατηρήθηκε κάποια βραχυπρόθεσμη βελτίωση στα αγόρια που έλαβαν μέρος στη μελέτη, που όμως δεν διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια των 12 εβδομάδων της παρακολούθησης.  Στο δεύτερο πρόγραμμα, οι μαθητές κατανεμήθηκαν τυχαία σε πέντε μαθήματα σχετικά με την κατάθλιψη, 4 από τα οποία επικεντρωνόταν στην απόκτηση δεξιοτήτων ως προς τον προγραμματισμό ευχάριστων δραστηριοτήτων.  Δεν διαπιστώθηκε διαφορά μεταξύ των ομάδων παρέμβασης και ελέγχου, παρά το επαρκές μέγεθος των ομάδων.  Κατά μία άποψη, οι παρεμβάσεις στα προγράμματα αυτά ίσως δεν είχαν αρκετή ισχύ για ένα ωφέλιμο αποτέλεσμα. Σε άλλη μελέτη, 260 μαθητές έλαβαν μέρος σε έρευνα που είχε ενταχθεί στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.  Αρχικά, πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε μαθητές ηλικίας 14 και 15 ετών, τρεις φορές σε χρονικό διάστημα 15 μηνών.  Το επόμενο έτος, οι μαθητές της ίδιας ηλικίας αξιολογήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, με τη διαφορά ότι μεταξύ πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης παρακολούθησαν 11 συνεδρίες τύπου γνωσιακής θεραπείας σε μικρές ομάδες.  Το πρόγραμμα ήταν υπό την εποπτεία ψυχολόγων και το ποσοστό συμμετοχής των μαθητών ήταν 88%. Τα αποτελέσματα ήταν σαφή: η ομάδα παρέμβασης, σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου, εμφάνισε σημαντική μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, που παρέμεινε αναλλοίωτη σε όλη τη διάρκεια των 10 μηνών της παρακολούθησης.  Το συνολικό μέγεθος του αποτελέσματος ήταν μικρό, αλλά οι συγγραφείς παρουσίασαν στοιχεία ότι ποσοστό 13% των παιδιών στην ομάδα παρέμβασης, που, με βάση την ομάδα ελέγχου, θα συνέχιζαν να εμφανίζουν υποκλινική ή κλινική κατάθλιψη, είχε πλέον φυσιολογική βαθμολογία.  Οι 11 ώρες εκπαίδευσης ανά συμμετέχοντα που εμφάνισε βελτίωση αποδείχθηκαν πιο αποτελεσματικές από την κλινική θεραπεία.  Οι συγγραφείς υποστήριξαν την ευρύτερη εφαρμογή των γενικών προγραμμάτων πρόληψης της κατάθλιψης. Σε μελέτη του 1997, που περιλάμβανε ψυχοεκπαίδευση και λύση προβλημάτων παιδιών ηλικίας 11-14 ετών από κλινικούς ψυχολόγους σε 16 συνεδρίες στην τάξη, με στόχο την αύξηση της ικανότητας των παιδιών να αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη μείωση της εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων, δεν διαπιστώθηκε ικανοποιητικό αποτέλεσμα με τη συμπλήρωση της μελέτης και κατά την επανεξέταση μετά από 12 μήνες. Πρόσφατη μελέτη αναφέρει τα αποτελέσματα προγράμματος, στο οποίο συμμετείχαν 1500 σπουδαστές και αφορούσε σε 8 εκπαιδευτικές συνεδρίες με στόχο τη βελτίωση της δυνατότητας επίλυσης προβλημάτων και, σε μικρότερο βαθμό, τη μείωση της αρνητικής γνωσιακής προκατάληψης.  Στην ομάδα παρέμβασης, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, διαπιστώθηκε σημαντική μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων με την ολοκλήρωση του προγράμματος.  Κατά την επανεξέταση μετά από 12 μήνες, οι μαθητές υψηλού κινδύνου διατήρησαν τη βελτίωση της δυνατότητας επίλυσης προβλημάτων, αλλά το συνολικό όφελος ως προς τα καταθλιπτικά συμπτώματα δεν ήταν πλέον εμφανές.  Η μελέτη ήταν καλά σχεδιασμένη, με δυνατότητα επισήμανσης κλινικά σημαντικών διαφορών.  Η διαφορά με τις προηγούμενες μελέτες ήταν ότι η εκπαίδευση γινόταν από το εκπαιδευτικό προσωπικό, σε ολόκληρη την τάξη και η έμφαση δινόταν στην επίλυση προβλημάτων και όχι στη γνωσιακή θεραπεία.  Παρ’ όλα αυτά, η εξασθένιση του αποτελέσματος που παρατηρήθηκε κατά την επανεξέταση ήταν απογοητευτική.

Κατευθυνόμενα προγράμματα πρόληψης

Τα παιδιά γονέων που πάσχουν από κατάθλιψη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν και αυτά κατάθλιψη και τα αίτια είναι μάλλον ψυχολογικά και όχι γενετικά.  Σε τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη, γονείς και παιδιά από 36 οικογένειες συμμετείχαν σε κλινική παρέμβαση μέσω 6 έως 10 συνεδριών ή σε 2 συνεδρίες διάλεξης και συζήτησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν αυξημένη ικανοποίηση και ενημέρωση στην ομάδα παρέμβασης, αλλά καμιά διαφορά στη βαθμολογία της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας των παιδιών. Μια παρεμφερής μελέτη είχε ως στόχο 94 έφηβους ηλικίας 13 έως 18 ετών, παιδιά γονέων με ιστορικό κατάθλιψης.  Τα παιδιά εμφάνιζαν καταθλιπτικά συμπτώματα, που δεν πληρούσαν τα κριτήρια συναισθηματικής διαταραχής του DSM-III-R.  Τα παιδιά κατανεμήθηκαν τυχαία σε συνήθη αντιμετώπιση ή σε 15 συνεδρίες γνωσιακής θεραπείας σε μικρές ομάδες από θεραπευτές κατόχους διπλώματος εξειδίκευσης (master). Μετά από παρακολούθηση με μέση διάρκεια 15 μηνών, η συχνότητα μείζονος κατάθλιψης στην ομάδα παρέμβασης ήταν 9,3% σε σύγκριση με 28,8% στην ομάδα ελέγχου – ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Παρόμοιο αποτέλεσμα είχε επιτευχθεί σε ομάδα 150 εφήβων με καταθλιπτική συμπτωματολογία, οι οποίοι κατά τη συνέντευξη δεν πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια για μείζονα κατάθλιψη ή δυσθυμία.  Μετά από εφαρμογή του ίδιου προγράμματος των 15 συνεδριών, διαπιστώθηκε ότι μετά από 12 μήνες, η συχνότητα της μείζονος κατάθλιψης στην ομάδα παρέμβασης ήταν 14,5% σε σύγκριση με 25,7% στην ομάδα ελέγχου.  Φαίνεται ότι η πρόληψη κοστίζει λιγότερο από την αναμονή της εμφάνισης κλινικών συμπτωμάτων και τη θεραπευτική αντιμετώπισή τους. Υπάρχουν στοιχεία ότι ο αρνητικός τρόπος προσέγγισης των προβλημάτων αποτελεί παράγοντα κινδύνου για κατάθλιψη.  Σε μελέτη 118 παιδιών της 5ης και 6ης τάξης του δημοτικού σχολείου (ηλικίας 10-11 και 11-12 ετών αντίστοιχα), που διέτρεχαν κίνδυνο κατάθλιψης, εφαρμόστηκε παραλλαγή του προγράμματος αισιοδοξίας Penn σε 12 ομαδικές συνεδρίες διάρκειας 2 ωρών η κάθε μία μετά την ολοκλήρωση του ημερήσιου προγράμματος μαθημάτων.  Το πρόγραμμα έδινε έμφαση στη γνωσιακή θεραπεία, αλλά περιείχε στοιχεία επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων, χαλάρωσης και θετικής ενίσχυσης.  Τα παιδιά στην ομάδα παρέμβασης ανέφεραν σημαντικά λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης στη διάρκεια των επόμενων 2 ετών, ενώ στην ίδια ομάδα διαπιστώθηκε μείωση κατά 50% των συμπτωμάτων μέσης και μεγάλης βαρύτητας.  Με τη συμπλήρωση του τρίτου έτους οι διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων είχαν εξαφανισθεί, αλλά το ποσοστό εξόδου από τη μελέτη είχε φθάσει σε 43%.Σε άλλη μελέτη έγινε επιλογή πρωτοετών φοιτητών με τον πιο απαισιόδοξο τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων και τυχαία κατανομή τους σε 8 δίωρες συνεδρίες με έμφαση στη γνωσιακή θεραπεία ή σε καμιά παρέμβαση.  Στην ομάδα παρέμβαση διαπιστώθηκε θετικό αποτέλεσμα ως προς τα αυτοναφερόμενα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους, που όμως δεν αφορούσε τα βαρύτερα επίπεδα κατάθλιψης.

Σχόλιο

Υπάρχουν αρκετές μελέτες που ασχολούνται με το ερώτημα «Μπορεί να προληφθεί η κατάθλιψη στα νέα άτομα;».  H χρησιμοποίηση δασκάλων στην τάξη με στόχο τη βραχεία ψυχοεκπαίδευση, δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα.  Η χρησιμοποίηση ψυχολόγων και δασκάλων στο περιβάλλον της σχολικής αίθουσας με στόχο την παροχή εκτεταμένης ψυχοεκπαίδευσης και επίλυσης προβλημάτων επίσης δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα.  Η χρησιμοποίηση μεθόδων γνωσιακής θεραπείας ή γνωσιακής θεραπείας συμπεριφοράς από ψυχολόγους φαίνεται να έχει κάποιο αποτέλεσμα, που μερικές φορές περιορίζεται στα συμπτώματα και άλλες στη μείωση της συχνότητας της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.  Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η αποτελεσματικότητα αλλά η αποτελεσματικότητα σε συνθήκες κλινικής πράξης.  Σε καμιά χώρα δεν υπάρχουν αρκετοί ψυχολόγοι, που να έχουν εκπαιδευθεί στη γνωσιακή θεραπεία και να επαρκούν για την εφαρμογή γενικών ή κατευθυνόμενων προγραμμάτων πρόληψης μέσω του σχολείου. Δεν υπάρχουν στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι οι πρόσφατες πρωτοβουλίες συμβάλλουν στη μείωση του επιπολασμού της κατάθλιψης, ούτε ότι υπάρχουν διαθέσιμες γνωσιακές θεραπείες που μπορούν να μειώσουν την επίπτωσή της.  Δεν είναι απλά θέμα πρόληψης της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε ομάδες υψηλού κινδύνου.  Αν υιοθετηθεί προσέγγιση τύπου δημόσιας υγείας και μειωθεί η συχνότητα των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στο γενικό πληθυσμό κατά ένα μικρό ποσοστό, θα επιτευχθεί αντίστοιχη μείωση του συνολικού αριθμού των ασθενών με μείζονα κατάθλιψη.  Το πρόβλημα είναι η παροχή υπηρεσιών.  Η προσέγγιση που διερευνάται τώρα είναι η εφαρμογή στα σχολεία διαδραστικών προγραμμάτων μέσω υπολογιστών, με παράλληλη υποστήριξη από κατευθυνόμενη πρόσβαση στο διαδίκτυο. Το πρόβλημα είναι πολύ σημαντικό για να περιοριστεί στην παραδοσιακή μέθοδο της παρέμβασης πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά αποτελεί σημαντική πρόοδο η διαπίστωση ότι η γνωσιακή θεραπεία είναι μέθοδος πρόληψης της κατάθλιψης με καλή σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας σε ομάδες υψηλού κινδύνου.

Andrews G et al. British Journal of Psychiatry 181 : 460-462, 2002

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Andrews G.  Should depression be managed as a chronic disease?  BMJ 322: 419-421, 2001
  • Beardslee WR, Wright EJ, Salt P et al.  Examination of childrens’ responses to two preventive strategies over time.  J Am Acad Child Adolesc Psychiatry 36: 196-204, 1997
  • Beardslee WR, Versage EM, Gladstone TRG.  Children of affectively ill parents: a review of the past 10 years.  J Am Acad Child Adolesc Psychiatry 37: 1134-1141, 1998
  •  Clarke GN, Hawkins W, Murphy M et al.  School-based prevention of depressive symptomatology in adolescents.  J Adolesc Res 8: 183-204, 1993
  • Clarke GN, Hawkins W, Murphy M et al.  Targeted prevention of unipolar depressive disorder in an at-risk sample of high school students. J Am Acad Child Adolesc Psychiatry 34: 312-321, 1995
  • Clarke GN, Hornbrook M, Lynch F et al.  A randomized trial of group cognitive intervention for preventing depression in adolescent offspring of depressed parents.
  • Arch Gen Psychiatry 58: 1127-1134, 2001
  • Gillham JE, Reivich KJ.  Prevention of depression in schoolchildren.  Psychol Sci 10: 461-462, 1999
  • Greenberg MT, Domitrovitch C, Bumbarger B.  The prevention of mental disorders in school-aged children: current state of the field.  Prevention and Treatment 4, article 1, 2001
Share This