ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Από αρχαιοτάτων χρόνων ο άνθρωπος χρησιμοποίησε το αλκοόλ, το όπιο, το χασίς και τα παραισθησιογόνα για να επηρεάσει τις ψυχικές του λειτουργίες.

Στον Πίνακα παρουσιάζονται οι διάφοροι σταθμοί στην νεότερη ιστορία της ψυχοφαρμακολογίας

  • 1845 – Χρήση του χασίς για την θεραπεία της σχιζοφρένειας
  • 1869 – Τα άλατα χλωρίου στην κατάθλιψη
  • 1875 – Χρήση της κοκαΐνης από τον Freud για θεραπευτικούς σκοπούς
  • 1892 – Έρευνες με χρήση της παραλδεϋδης, αλκοόλ, αιθέρα και μορφίνης από τον Kraepelin
  • 1903 – Τα βαρβιτουρικά στην Ψυχιατρική
  • 1917 – Πρόκληση πυρετού ελονοσίας για την θεραπεία της Σχιζοφρένειας.
  • 1927 – Πρόκληση κώματος με βαρβιτουρικά και ινσουλίνη για την Σχιζοφρένεια
  • 1931 – Η ρεζερπίνη εισάγεται στην Ψυχιατρική
  • 1936 – Πρόσθιες λοβοτομές
  • 1938 – Πρώτη εφαρμογή της ECT
  • 1949 – Cade (λίθιο)
  • 1952 – Delay & Deniker (χλωροπρομαζίνη)
  • 1955 – Selikoff και Delay, (ιπρονιαζίδη)
  • 1950-1960 περίοδος των κλινικών μελετών
  • πρόοδος στην κατανόηση των νευρικών συνάψεων (1960-1970), των υποδοχέων (1970-1980) και των μετασυναπτικών μηχανισμών (1980-1990)

Η πρόοδος της σύγχρονης ψυχοφαρμακολογίας αρχίζει το 1952 με την έρευνα των δράσεων της χλωροπρομαζίνης σε ψυχιατρικούς ασθενείς από τους Delay και Deniker. Βέβαια, ήδη από το 1949 ο Cade στην Αυστραλία είχε ανακαλύψει τις θεραπευτικές ιδιότητες του λιθίου στη μανία, αλλά η γενική αποδοχή του συγκεκριμένου φάρμακου καθυστέρησε αρκετά. Το 1952 περιγράφηκε επίσης, από τους Selikoff και Delay, η αντικαταθλιπτική δράση της ιπρονιαζίδης (που αργότερα ανακαλύφθηκε ότι είναι αναστολέας της ΜΑΟ) και το 1957 ο Kuhn δημοσίευσε τα χαρακτηριστικά της αντικαταθλιπτικής δράσης του τρικυκλικού αντικαταθλιπτικού ιμιπραμίνη. Σε ότι αφορά τα αγχολυτικά, το 1957 ο Οί­xon παρουσιάζει τη μεπροβαμάτη και το 1960 ο Sternbach συνέθεσε και μελέτησε τη χλωροδιαζεποξείδη.

Η δεκαετία 1950-1960 υπήρξε η περίοδος των κλινικών μελετών. Χαρακτηριστικά, κατά τη δεκαετία αυτή μόνο η χλωροπρομαζίνη δόθηκε σε περισσότερους από 50.000.000 ασθενείς και δημοσιεύτηκαν σε επιστημονικά περιοδικά 10.000 κλινικές μελέτες για τη δράση της. Η κλινική εφαρμογή των ψυχοτρόπων φαρμάκων δημιούργησε το ερέθισμα να ερευνηθεί ο μηχανισμός δράσης τους στον εγκέφαλο και συνέβαλε σε υψηλό βαθμό στην πρόοδο των νευροεπιστημών. Δεν θα ήταν υπερβολή να διατυπωθεί ότι η πρόοδος στην κατανόηση των νευρικών συνάψεων (δεκαετία 1960-1970), των υποδοχέων (δεκαετία 1970-1980) και των με­τασυναπτικών ενδονευρωνικών μηχανισμών (δεκαετία 1980-1990) οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μελέτη των ψυχοτρόπων φαρμάκων που με αυτόν τον τρόπο έγιναν «εργαλεία» για την κατανόηση του νευρικού συστήματος. Η πρόοδος των νευροεπιστημών μας επέτρεψε να διατυπώσουμε σχετικές υποθέσεις για την αιτιολογία της κατάθλιψης, της σχιζοφρένειας και του άγχους κ.λπ., το πλεονέκτημα των οποίων είναι η δυνατότητα πειραματικού ελέγχου της ορθότητας ή όχι αυτών. Στην εποχή μας προτείνονται θεραπευτικές προσεγγίσεις, οι οποίες βασίζονται πλέον στις προαναφερθείσες νευροεπιστημονικές θεωρίες που αφορούν την αιτιολογία τους. Ενδεικτικά αναφέρεται η θεραπεία της παρανοειδούς σχιζοφρένειας με χολοκυστοκινίνη (CCK), που σχετίζεται με τη διαπίστωση ότι η CCK αποτελεί τον φυσιολογικό ανταγωνιστή της ντοπαμίνης (Nair et al., 1982).

Τελευταία και μετά τις σημαντικότατες προόδους που έχει κάνει η Γενετική επιστήμη, το ενδιαφέρον στρέφεται στην γονιδιακή έρευνα. Έχει παρατηρηθεί π.χ. ότι ορισμένα φάρμακα επηρεάζονται από συγκεκριμένο γενετικό προφίλ των ασθενών και αυτό έχει δώσει ώθηση στην έρευνα του συσχετισμού του γενετικού κώδικα με την εμφάνιση ψυχικών νόσων καθώς και με την αποτελεσματικότερη θεραπεία. Οι έρευνες είναι ακόμα σε αρχικά στάδια, αλλά οι προσδοκίες για την ανακάλυψη σχετικών μηχανισμών είναι μεγάλες.

 Η πρόοδος της Ψυχοφαρμακολογίας επηρέασε και όλες τις άλλες μεθόδους θεραπείας των Ψυχικών διαταραχών. Τα άσυλα με τους χιλιάδες μόνιμους ασθενείς πίσω από κλειδωμένες πόρτες, σε θαλάμους που είχαν χαρακτηριστεί σαν “λάκκοι με οχιές» εξαιτίας της βίας και επιθετικότητας που κυριαρχούσε, έγιναν πλέον παρελθόν. Τα άτομα με Ψυχικές διαταραχές άρχισαν να αντιμετωπίζονται στα Ψυχιατρικά τμήματα γενικών νοσοκομείων και σε κέντρα Ψυχικής υγείας για εξωτερικούς ασθενείς. Η ομαδική, οικογενειακή και ατομική Ψυχοθεραπεία, καθώς και η θεραπεία περιβάλλοντος (milieu therapy) οφείλουν κατά ένα μέρος την εξέλιξή τους στο γεγονός ότι τα Ψυχοτρόπα φάρμακα δεν άλλαξαν μόνο τον τρόπο σκέψης των Ψυχικά ασθενών , αλλά και τον τρόπο που οι θεραπευτές τους κατανοούν τη φύση των Ψυχικών διαταραχών. Τέλος, ευτυχώς σήμερα δεν θεωρείται πλέον ότι η φαρμακοθεραπεία και η Ψυχοθεραπεία συγκρούονται μεταξύ τους.

Η ψυχοφαρμακολογία αποτελεί έναν πλήρη οδηγό για τη σωστή χορήγηση των Ψυχοτρόπων φαρμάκων στις διάφορες Ψυχικές διαταραχές. Πρέπει να τονιστεί ότι στη χώρα μας ισχύει το ακόλουθο θεραπευτικό παράδοξο: Πολλά άτομα που θα έπρεπε να τους χορηγούνται για θεραπευτικούς λόγους Ψυχοτρόπα φάρμακα, τα στερούνται (και γι’ αυτό συνήθως ευθύνονται οι λεγόμενες «αντιψυχιατρικές θεωρίες» και κάποιοι επαγγελματίες ψυχικής υγείας που είναι αναιτίως αντίθετοι με την χορήγηση φαρμάκων), ενώ ίσως ακόμα περισσότερα άτομα λαμβάνουν Ψυχοτρόπα φάρμακα χωρίς να υπάρχουν οι σχετικές θεραπευτικές ενδείξεις ή σε δόσεις πολύ υψηλότερες των ενδεικνυομένων.

 ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

1. Πριν από τη χορήγηση ψυχοτρόπων σκευασμάτων έχει μεγάλη σημασία η από μέρους του ιατρού γνώση των παθολογικών καταστάσεων ή των αλληλεπιδράσεων φαρμάκων που θα μπορούσαν  (1 ) να ευθύνονται για τα ψυχιατρικά συμπτώματα του ασθενούς (2) να αυξήσουν την τοξικότητα των χορηγούμενων φαρμάκων (π.χ τα διουρητικά ή τα μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα αυξάνουν τις συγκεντρώσεις του λιθίου). και (3) να μειώσουν την αποτελεσματικότητα της σχεδιαζόμενης θεραπείας (π.χ. τα αντιεπιληπτικά επιταχύνουν το μεταβολισμό των τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών).

2. Ο ιατρός πρέπει να είναι ενήμερος για ενδεχόμενο αλκοολισμό η χρήση ναρκωτικών, που θα μπορούσαν να περιπλέξουν τη θεραπεία. Γι’ αυτό το λόγο συνιστάται πρώτα η αποτοξίνωση των ασθενών από το οινόπνευμα ή τα ναρκωτικά και μετά η προσπάθεια αντιμετώπισης μιας υποτιθέμενης επιπρόσθετης ψυχιατρικής διαταραχής, που εμφανίσθηκε στη διάρκεια της χρήσης αυτών των ουσιών.

3. Πριν από τη χορήγηση ψυχοτρόπου σκευάσματος έχει μεγάλη σημασία ο κλινικός να είναι βέβαιος για τη διάγνωση. Αν δεν είναι σίγουρος. θα πρέπει να καθορισθούν με σαφήνεια όλες οι διαγνωστικές υποθέσεις και να διαμορφωθεί ένας συστηματικός τρόπος διευκρίνισης της διάγνωσης. Όταν παραμένουν σοβαρά ερωτηματικά ως προς τη διάγνωση, είναι καλύτερο να παρακολουθείται ο ασθενής χωρίς να παίρνει φάρμακα ή να του χορηγούνται οι ελάχιστες δυνατές δόσεις των λιγότερο τοξικών φαρμάκων, με σκοπό το βραχυπρόθεσμο έλεγχο της συμπεριφοράς του (π.χ. μικρές δόσεις μιας βενζοδιαζεπίνης). Αυτή η μέθοδος έχει ιδιαίτερη σημασία όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την αιτιολογία των ψυχωτικών ή κατατονικών καταστάσεων, διότι αυτές είναι δυνατό να οφείλονται σε σωματικά ή ψυχιατρικά νοσήματα ή σε χρήση ναρκωτικών ή να είναι ιατρογενείς.

4. Πριν από τη χορήγηση οποιουδήποτε ψυχιατρικού σκευάσματος είναι απόλυτα απαραίτητο να ορίζονται συμπτώματα. στόχοι, που μπορούν να παρακολουθούνται στη διάρκεια της θεραπευτικής αγωγής, για να προσδιορίζεται η επιτυχία της θεραπείας. Εναλλακτικός τρόπος, για περιπτώσεις ασθενών που δεν μπορούν να αναφέρουν οι ίδιοι τα συμπτώματά τους (π.χ. ανοϊκοί ή ψυχωτικοί ασθενείς), είναι η παραγγελία στην οικογένειά τους να βαθμολογεί τη συμπεριφορά τους (πχ. σε ένα απλό ημερήσιο βαθμολόγιο με κλίμακα από το 1 ως το 10). Σε περιπτώσεις ασθενών με χρόνια ασαφώς καθορισμένα συμπτώματα μπορεί να βοηθήσει μια τυποποιημένη βαθμολογική κλίμακα (π.χ. η κλίμακα κατάθλιψης του Beck), που θα χορηγείται σε τακτικά διαστήματα. Η χρήση καθορισμένων συμπτωμάτων-στόχων ή βαθμολογικών κλιμάκων έχει ιδιαίτερα μεγάλη σημασία όταν το σκεύασμα χορηγείται ως εμπειρική δοκιμασία σε κάποια ασαφή περίπτωση ή όταν οι ασθενείς δεν είναι σε θέση να αναφέρουν με ακρίβεια τη μεταβολή των συμπτωμάτων τους.

5. Όταν υπάρχουν αμφιβολίες για τη σωστή διάγνωση ή θεραπεία θα πρέπει να επιζητείται η σύγκληση ιατρικού συμβουλίου. Σε τέτοιες περιπτώσεις η αντίδραση του κλινικού στις συστάσεις του συμβούλου (συμφωνία η διαφωνία) πρέπει να είναι τεκμηριωμένη.

 ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

1. Όταν επιλέγεται κάποιο φάρμακο, πρέπει να εφαρμόζεται μια πλήρης αγωγή με επαρκείς δόσεις και διάρκεια θεραπείας, έτσι ώστε, αν τα συμπτώματα-στόχοι δεν βελτιωθούν, να μην υπάρξει ανάγκη επιστροφής σ’ αυτό το φάρμακο. (Η ανεπαρκής δοσολογία και διάρκεια αγωγής είναι η κυριότερη αιτία αποτυχίας της θεραπείας με αντικαταθλιπτικά σε περιπτώσεις που οι ασθενείς έχουν διαγνωσθεί με βεβαιότητα).

2. Ο ιατρός πρέπει να είναι ενήμερος για τις παρενέργειες του φαρμάκου και, αν κρίνεται σκόπιμο, να προειδοποιεί τους ασθενείς (π.χ. αν ορισμένα αντικαταθλιπτικά είναι δυνατό να προκαλέσουν ξηροστομία ή θαμπή όραση). Πρέπει επίσης να γνωρίζει με σαφήνεια ποιες τοξικές επιδράσεις επιβάλλουν καθησύχαση του ασθενούς (π.χ. η ξηροστομία), αντιμετώπιση (π.χ. ο παρκινσονισμός από νευροληπτικά) ή διακοπή του φαρμάκου (π.χ. η διάμεση νεφρίτιδα από λίθιο). Όταν απαιτείται, οι ασθενείς πρέπει να εξετάζονται (π.χ. για δυσκαμψία ή στοματική δυσκινησία). Δεν πρέπει επίσης να λησμονείται ότι οι παρενέργειες μερικών ψυχοτρόπων φαρμάκων είναι δυνατό να υποδύονται τα συμπτώματα της αντιμετωπιζόμενης διαταραχής (π.χ. η ακαθισία από νευροληπτικά μπορεί να εκδηλωθεί ως ανησυχία και η ακινησία από νευροληπτικά μπορεί να μη διακρίνεται από την κατατονία που προκαλεί η νόσος).

3. Τα θεραπευτικά σχήματα πρέπει να διατηρούνται απλά, τόσο για να βελτιώνεται η συμμόρφωση του ασθενούς όσο και για να αποφεύγεται η αθροιστική τοξικότητα. Η συμμόρφωση μπορεί να βελτιωθεί αν η αγωγή και τα θεραπευτικά σχήματα διατηρούνται απλά (π.χ. με χορήγηση του λιθίου 1 ή 2 φορές την ημέρα αντί 3 ή 4), αν αναπτυχθεί διάλογος με τους ασθενείς αναφορικά με το χρόνο της αναμενόμενης βελτίωσης και αν αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα τα παράπονα των ασθενών για παρενέργειες των φαρμάκων. Για να διατηρηθεί η συμμόρφωση ασθενών με ψύχωση, άνοια ή καθυστέρηση, μπορεί να χρειαστεί προσεκτική επίβλεψη τους από την οικογένεια.

4. Η δοσολογία του σκευάσματος πρέπει να αναπροσαρμόζεται τακτικά, προκειμένου να προσδιορισθεί η ελάχιστη αποτελεσματική δόση για το συγκεκριμένο στάδιο της νόσου του ασθενούς, διότι συχνά οι δασολογικές απαιτήσεις αλλάζουν στην πορεία του χρόνου. Για παράδειγμα, στη σχιζοφρένεια η δοσολογία του αντιψυχωσικού σκευάσματος που απαιτείται για να αντιμετωπισθούν οι οξείες εξάρσεις είναι, γενικά, υψηλότερη από τη δοσολογία της μακροχρόνιας θεραπείας συντήρησης.

5. Στους ηλικιωμένους είναι φρόνιμο να χορηγούνται μικρότερες δόσεις. Επίσης οι αλλαγές της δοσολογίας πρέπει να είναι λιγότερο συχνές σ’ αυτούς σε σύγκριση με τους νεότερους ασθενείς, διότι ο χρόνος που απαιτείται για να επιτευχθούν σταθερές συγκεντρώσεις των φαρμάκων συχνά είναι μεγαλύτερες.

ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ

1. Πολύ συχνά εξακολουθούν να χορηγούνται για αόριστο χρόνο φάρμακα που δεν έχουν αποτέλεσμα και να συσσωρεύονται στο θεραπευτικό σχήμα πολλά σκευάσματα με αποτέλεσμα ανώφελες δαπάνες και παρενέργειες. Όταν ένα σκεύασμα αποδεικνύεται αναποτελεσματικό μετά από επαρκή χορήγησή του, η διακοπή του έχει ουσιαστική σημασία. Αν, ωστόσο, ο ιατρός δεν έχει παρακολουθήσει τα αντικειμενικά συμπτώματα-στόχους από την αρχή της θεραπείας, είναι δύσκολο να συμπεράνει ότι το σκεύασμα απέτυχε.

2. Στις περισσότερες κλινικές καταστάσεις τα κριτήρια διακοπής των ψυχοτρόπων φαρμάκων είναι ασαφή ακόμα και μετά από προφανή θεραπευτική επιτυχία. Όταν τα ψυχοτρόπα φάρμακα διακόπτονται, ο καλύτερος τρόπος είναι να μειώνεται με αργό ρυθμό η δοσολογία τους, διότι αυτό μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή της αναζωπύρωσης των συμπτωμάτων και των συμπτωμάτων στέρησης. Λόγω των διαφορετικών θεραπευτικών επιπτώσεων καθεμιάς, έχει μεγάλη σημασία η διάκριση μεταξύ της προσωρινής αναζωπύρωσης των συμπτωμάτων (που συμβαίνει συχνά μετά τη διακοπή βενζοδιαζεπινών βραχείας δράσης), η οποία είναι σύντομη και παροδική, αλλά συχνά πολύ βαριά, της υποτροπής της διαταραχής, η o­ποία συνίσταται σε βραδεία επάνοδο των αρχικών συμπτωμάτων, και της στέρησης, στην οποία εμφανίζονται νέα συμπτώματα χαρακτηριστικά της στέρησης του συγκεκριμένου φαρμάκου.

 ΑΛΛΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΟΛΟΓΙΑ

1. Προκειμένου να αντιμετωπισθούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο οι περίπλοκες παθήσεις, έχει μεγάλη σημασία η τεκμηρίωση των παρατηρήσεων του ασθενούς (περιλαμβανομένων της βασικής ψυχικής κατάστασης του και των μεταβολών της με τη θεραπεία), της κλινικής αιτιολογίας και των παρενεργειών. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται στην τεκμηρίωση του κινδύνου αυτοκτονίας ή βίαιης συμπεριφοράς και του κινδύνου σοβαρών παρενεργειών, όπως είναι η όψιμη δυσκινησία. Σημασία έχει επίσης η εξασφάλιση, μετά από την παροχή των σχετικών πληροφοριών, τεκμηριωμένης συγκατάθεσης για τη θεραπεία, περιλαμβανομένων της ικανότητας του ασθενούς και της εκούσιας συμμόρφωσής του. Αν η ικανότητα του ασθενούς να αποφασίζει μόνος του δεν είναι σταθερή ή αμφισβητείται, ο κλινικός πρέπει να παίρνει από αυτόν άδεια συμμετοχής της οικογένειάς του στη λήψη σημαντικών θεραπευτικών αποφάσεων. Αν ο ασθενής είναι σαφώς ανίκανος για λήψη αποφάσεων, πρέπει να χρησιμοποιείται επίσημος νομικός μηχανισμός υποκατάστασης της κρίσης του.

2. Πολλά από τα φάρμακα έχουν εγκριθεί από τις κατά τόπους κρατικές υπηρεσίες για άλλες ενδείξεις, διαφορετικές από τη θεραπεία των ψυχιατρικών παθήσεων (π.χ. οι β-αναστολείς, τα αντιεπιληπτικά και η κλονιδίνη). Οπωσδήποτε, η απόφαση να χρησιμοποιηθούν θα πρέπει να βασίζεται στην αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητά τους στην κάθε συγκεκριμένη διαταραχή. Συχνά η έγκριση χορήγησης ενός φαρμάκου καθυστερεί και δεν συγχρονίζεται με τις πρακτικές κλινικές ανάγκες.

 

ΜΕΙΖΟΝΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΩΝ

I. Αντιψυχωτικά (γνωστά και ως νευροληπτικά, ονομασία που τους δόθηκε όταν ανακαλύφθηκαν το 1950 διότι προκαλούν νευρολογικές διαταραχές). Δρούν κυρίως στους ντοπαμινικούς υποδοχείς.

Χρήσεις

  • Σχιζοφρένεια.
  • Διπολική Διαταραχή (στην φάση της Μανίας).
  • Ως ισχυρά κατασταλτικά σε μεγάλο άγχος. Στις ανοϊκές διαταραχές.
  • Οργανικά ψυχοσύνδρομα.
  • Σε διαταραχές προσωπικότητας Cluster I.

Παρενέργειες

  • Ξηροστομία.
  • Ακαθισία.
  • Διαταραχές όρασης.
  • Δυσκοιλιότητα.
  • Οξεία δυστονία.
  • Παρκινσονισμός.
  • Κακόηθες νευροληπτικό σύνδρομο.
  • Όψιμη δυσκινησία.
  • Βιολογικές παρενέργειες (ήπατικές, καρδιολογικές, αιματολογικές, δερματολογικές, υπερπρολακτιναιμία κλπ).

Τα Άτυπα νευροληπτικά (πρώτος αντιπρόσωπος η κλοζαπίνη, ονομάζονται έτσι λόγω της διαφορετικής τους δράσης από τα κλασσικά).

II. Αντικαταθλιπτικά : Δρουν στους σεροτονεργικούς και τους νοραδρενεργικούς υποδοχείς σε συγκεκριμένες δομές του εγκεφάλου, όπου οι συγκεκριμένοι υποδοχείς υπολειτουργούν με αποτέλεσμα ένδεια των νευροδιαβιβαστών. Παράλληλα με αυτήν την θεωρία έχουν αναπτυχθεί και άλλες είτε συμπληρωματικές, είτε αλληλοσυγκρουόμενες. Τα διάφορα φάρμακα που κυκλοφορούν σήμερα ομαδοποιούνται σε συγκεκριμένες κατηγορίες σύμφωνα με τον χημικό τους τύπο ή σύμφωνα με τον τρόπο δράσης τους.

Χρήση:

  • Όλες οι μορφές της κατάθλιψης, διπολικές διαταραχές στην φάση κατάθλιψης.
  • Ψυχαναγκαστικές διαταραχές.
  • Αντιμετώπιση χρονίου άγχους.
  • Σε διαταραχές πρόσληψης τροφής

Κατηγορίες:

Τρικυκλικά (π.χ. Anafranil, Saroten, Ludiomil, Tolvon, κλπ) Πλέον χρησιμοποιούνται όλο και σπανιότερα λόγω των παρενεργειών τους.

Παρενέργειες:

  • Αντιχολινεργικές (δυσκοιλιότητα, σιελόρροια, θόλωση όρασης κλπ)
  • Διαταραχές καρδιακού ρυθμού – καρδιοτοξικότητα
  • Καταστολή

Αναστολείς της ΜΑΟ (Aurorix)

  • Παρενέργειες λίγες κυρίως νευρικότητα και αϋπνία.

NASA (Remeron)

  • Παρενέργειες Ελάχιστες κυρίως  καταστολή, αύξηση βάρους.

Ειδικοί αναστολείς επαναπρόσληψης (SSRI, SNRI κλπ).

  • Παρενέργειες ελάχιστες κυρίως γαστεντερικά, διαταραχές όρεξης, σεξουαλική δυσλειτουργία, που εύκολα υποχωρούν με την πάροδο του χρόνου.

III. Αγχολυτικά: Κατηγορία φαρμάκων που χρησιμοποιούνται κυρίως για την αντιμετώπιση του άγχους. Τα περισσότερα ανήκουν στην οικογένεια των βενζοδιαζεπινών και εισήχθησαν στην κλινική χρήση το 1960, αντικαθιστώντας τα βαρβιτουρικά που έως τότε χρησιμοποιούντο για την καταπολέμηση του άγχους.

Τα αγχολυτικά χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με την ισχύ τους και τον χρόνο δράσης τους:

Μεγάλης ισχύος – μακράς διάρκειας (κλοναζεπάμη – Rivotril)

Μεγάλης ισχύος – μικρής διάρκειας (αλπραζολάμη – Xanax)

Μικρής ισχύος – μακράς διάρκειας (πραζεπάμη – Centac)

Μικρής ισχύος – μικρής διάρκειας (λοραζεπάμη – Tavor)

IV. Λίθιο και σταθεροποιητικά διάθεσης: Το λίθιο και τα αντιεπιληπτικά χρησιμοποιούνται κυρίως στην Διπολική διαταραχή για την αντιμετώπιση του μανιακού επεισοδίου, για την βελτίωση της ανεκτικής σε φάρμακα κατάθλιψης και ως ψυχοπροφύλαξη στο μεσοδιάστημα των επεισοδίων.

V. Αντιπαρκινσονικά: Χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων που προκαλούνται από την χρήση των νευροληπτικά

Share This