Ramchandani P., Stein A. – “Οι επιπτώσεις που έχουν στα παιδιά οι ψυχικές διαταραχές των γονέων”

Ramchandani P., Stein A. – “Οι επιπτώσεις που έχουν στα παιδιά οι ψυχικές διαταραχές των γονέων”

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑΣ – ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ 2003

Πριν από 4 δεκαετίες ο Michael Rutter σε μία πρωτοποριακή μονογραφία επεσήμανε κινδύνους στην ανάπτυξη παιδιών με γονείς με ψυχικές διαταραχές.  Από τότε ένας μεγάλος αριθμός ερευνών έχουν προσανατολιστεί σε αυτά τα παιδιά και τους γονείς τους.  Παρόλα αυτά έχουν καθυστερήσει κατά πολύ τα μέτρα για τη βοήθεια και την υποστήριξη αυτών των οικογενειών.  Δύο πρόσφατες μελέτες από εθνικά σώματα της Αυστραλίας και της Μ. Βρετανίας αργοπορημένα έκαναν κάποιες σημαντικές προτάσεις.  Πάντως υπάρχουν ακόμα πολλά που πρέπει να γίνουν όσον αφορά τη λήψη μέτρων και την ανάπτυξη παρεμβάσεων που βασίζονται σε δεδομένα.

Αρκετές κοινές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων της κατάθλιψης, του άγχους και των διατροφικών διαταραχών, επηρεάζουν ενήλικες, οι οποίοι βρίσκονται στο στάδιο ανατροφής παιδιών.  Υπάρχουν στοιχεία ότι αυτές οι διαταραχές επιδρούν αρνητικά στην κοινωνική και ψυχολογική λειτουργία του ατόμου με αποτέλεσμα την εμφάνιση δυσκολιών στην εργασία και την οικογενειακή ζωή του.  Με το πέρασμα των χρόνων έχει αυξηθεί η αναγνώριση της πιθανής επίδρασης, την οποία μπορεί να ασκήσουν οι γονικές ψυχικές διαταραχές σε ένα παιδί.

Υπάρχει πιθανότητα να επηρεαστούν πολλές πτυχές της παιδικής ανάπτυξης, όπως η σωματική, η νοητική, η κοινωνική, η συναισθηματική και η συμπεριφορική ανάπτυξη.  Παρόλο που ένας αριθμός γενετικών και περιβαλλοντικών μηχανισμών είναι σημαντικοί για τη σύνδεση των γονικών ψυχικών διαταραχών με τις δυσκολίες των παιδιών, υπάρχουν σημαντικές αποδείξεις ότι η ποιότητα στις γονικές και οικογενειακές σχέσεις αποτελούν βασικούς παράγοντες μεσολαβητικούς. Η πολιτική υγείας σε αυτόν τον τομέα υγείας έχει επικεντρωθεί στις πιο βαριάς μορφής ψυχικές ασθένειες και ιδιαίτερα στους γονείς, οι οποίοι είναι ανάγκη να εισαχθούν στο νοσοκομείο, συνήθως σε περιπτώσεις σχιζοφρένειας ή διπολικής διαταραχής.

Όμως έχει δοθεί μικρότερη προσοχή σε άλλες διαταραχές, οι οποίες είναι πολύ πιο συχνές. Για να λάβουν βοήθεια τα παιδιά γονέων με ψυχικές διαταραχές, τα παιδιά αυτά πρέπει να αναγνωριστούν.  Αυτό ενέχει αρκετές δυσκολίες.  Δεν γίνεται συχνά στους νοσηλευόμενους στο νοσοκομείο η ερώτηση αν έχουν παιδιά και συνήθως δεν καταγράφονται στα ιατρικά αρχεία πληροφορίες σχετικά με παιδιά.  Σε ψυχιατρικές κλινικές ενηλίκων δε συνηθίζεται να παρέχονται διευκολύνσεις, ώστε παιδιά να επισκέπτονται τους γονείς τους.  Είναι ακόμα πιο δύσκολο να αναγνωριστούν τα παιδιά των οποίων οι γονείς πάσχουν από διαταραχή, αλλά είτε δεν έχουν επιζητήσει νοσηλεία σε νοσοκομείο, είτε το πρόβλημά τους δεν είναι γνωστό στις υπηρεσίες υγείας.  Παρόλο που υπάρχουν παραδείγματα καλής πρακτικής σε ορισμένες περιοχές, εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρές ανεπάρκειες.  Ο αντίκτυπος των γονικών ψυχικών διαταραχών στα παιδιά δεν περιλαμβάνεται συνήθως στην ιατρικής εκπαίδευση και σπάνια γίνεται άσκηση πάνω στον ευαίσθητο τομέα της συζήτησης για θέματα σχετικά με τους γονείς.  Το διαρκές στίγμα, το οποίο περιβάλλει τις ψυχικές ασθένειες, συμβάλλει επίσης στη δυσκολία συζήτησης τέτοιων θεμάτων.  Είναι ανάγκη οι γονείς να νιώθουν άνεση στην εξομολόγηση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν στους γενικούς γιατρούς ή ακόμα και στους δασκάλους όταν είναι απαραίτητο.  Είναι σημαντικό να ξεπεραστεί αυτό το στίγμα καθώς και άλλα εμπόδια.  Η αναγνώριση αυτών των παιδιών και η παροχή βοήθειας σε αυτά είναι σημαντική όχι προς όφελος του παιδιού μόνο αλλά έχει και γενικότερο όφελος.  Για παράδειγμα, τα παιδικά ψυχικά προβλήματα συνεχίζουν να υπάρχουν και μέχρι την ενηλικίωση σε μία σεβαστή μειονότητα περιπτώσεων και οι συνεχώς αυξανόμενες δαπάνες για την υγεία επηρεάζουν την κοινότητα στο σύνολό της. Υπάρχει μία ευκαιρία για πρόληψη. Σε δύο πρόσφατες μελέτες από οργανισμούς σε δύο διαφορετικές ηπείρους: την Ένωση Βρεφικής, Παιδικής και Οικογενειακής Ψυχικής Υγείας της Αυστραλίας και το Βασιλικό Κολλέγιο Ψυχιάτρων της Μ. Βρετανίας, έχουν αναγνωριστεί μέτρα.  Η πιο εκτεταμένη μελέτη των Αυστραλών τονίζει την ανάγκη για βελτιωμένη αναγνώριση των παιδιών με γονείς με ψυχικές ασθένειες, την ανάγκη για καλύτερη αναγνώριση των προβλημάτων αυτών των παιδιών και για παροχή βοήθειας για αυτά τα προβλήματα.  Επίσης προτείνει την αυξημένη στήριξη αυτών των γονέων στο γονικό τους ρόλο και επισημαίνει τα συγκεκριμένα μέτρα που μπορούν να ληφθούν για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος.  Για να εφαρμοστούν αυτές οι προτάσεις θα ήταν απαραίτητες κάποιες αλλαγές στην παροχή υπηρεσιών, όπως η στενότερη συνεργασία των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ψυχικής υγείας για ενήλικες με τις αντίστοιχες για παιδιά, μόρφωση του προσωπικού υγείας και η προοπτική του στίγματος να ενεργοποιεί τους γονείς ώστε να συζητούν ακόμα και το ρόλο τους ως γονείς χωρίς να φοβούνται ότι τα παιδιά τους θα εισαχθούν σε νοσοκομείο.

Οι συγγραφείς του άρθρου πιστεύουν ότι αυτές οι εξελίξεις στην παροχή υπηρεσιών πρέπει να συνδυαστούν με υψηλής ποιότητας έρευνα πάνω στις υπηρεσίες υγείας, ώστε να ανιχνευτούν οι αλλαγές και να αναγνωριστεί ο πιο αποτελεσματικός, επαρκής και αξιοπρεπής τρόπος για τη παροχή περίθαλψης σε αυτό το σύνθετο σύνολο παιδιών και οικογενειών.  Αυτές καθώς και άλλες αλλαγές στην αναγνώριση και τη θεραπεία των παιδιών υψηλού κινδύνου θα χρειαστεί να παρουσιαστούν με ευαίσθητο τρόπο.  Θα ήταν εύκολο να αυξηθεί ο στιγματισμός απέναντι στους γονείς με ψυχικά προβλήματα μέσα από μία φαινομενική υιοθέτηση μίας γλώσσας επίρριψης ευθύνης.  Το μήνυμα είναι και θα έπρεπε να είναι θετικό: οι γονείς με προβλήματα ψυχικής υγείας καθώς και τα παιδιά τους μπορούν να λάβουν βοήθεια και μάλιστα τους αξίζει η καλύτερη.

Ramchandani P,Stein A,British Medical Journal 327: 243-244, 2003

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Rutter M. Children of sick parents: an environmental and psychiatric study. Mauksley Monographs. London: Oxford University Press, 1966.
  • Royal College of Psychiatrists. Patients as parents: addressing the needs, including the safety, of children whose parents have mental illness.  Council report CR105. London: RCP, 2002.
  • Copfert M, Webster J, Seeman MV.  Parental psychiatric disorder: distressed parents and their families.  Cambridge: Cambridge University Press, 1996.
  • Barnes J, Stein A. Effects of parental psychiatric and physical illness on child development. In: Gelder M, Lopez-Ibor JJ, Andreasen N, ed. New Oxford textbook of psychiatry. Oxford: Oxford University Press, 2000.
  • Murray L, Cooper P.  Intergenerational transmission of affective and cognitive processes associated with depression: infancy and the preschool years. In: Goodyer I, ed. Unipolar depression: a lifespan perspective. Oxford: Oxford University Press, 2003.
  • Hawes V, Cottrell D. Disruption of children’s lives by maternal psychiatric admission. Psychiatr Bull 23: 153-156, 1999.
  • Howard L.  Psychotic disorders and parenting — the relevance of patients’ children for general adult psychiatric services.  Psychiatr Bull 24: 324-326, 2000.
  • Australian Infant Child., Adolescent and Family Mental Health Association.  Children of parents affected by a mental illness program updates index. www.aicafmha.net.au/copmi/national/programms/index.htm(accessed 16 May 2003)
  • Lyons D, McLoughlin D.  Recent advances: psychiatry.  BMJ 323: 1228-1231, 2001.
  • Fombonne E, Wostear G, Cooper V, Harrington R, Rutter M.  The Maudsley long-term follow-up of child and adolescent depression. 1. Psychiatric outcomes in adulthood.  Br J Psychiatry 179: 210-217, 2001.
Η πρόληψη της μείζονος συναισθηματικής διαταραχής σε νέα άτομα

Η πρόληψη της μείζονος συναισθηματικής διαταραχής σε νέα άτομα

ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ “ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΝΕΥΡΟΛΟΓΙΑΣ – ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΗΣ 2003”

H μείζων κατάθλιψη αποτελούσε τη τέταρτη σε σπουδαιότητα διαταραχή ως προς την επιβάρυνση από ασθένειες σε παγκόσμιο επίπεδο κατά το 1990 και υπολογίζεται ότι θα είναι δεύτερη έως το 2020.  Αποτελεί την κύρια αιτία αναπηρίας στις αναπτυγμένες χώρες και το βασικό ερώτημα είναι γιατί η επιβάρυνση λόγω της κατάθλιψης δεν μειώνεται με τον ίδιο ρυθμό όπως οι λοιμώδεις και περιγεννητικές παθήσεις, οι οποίες το 1990 προκαλούσαν μεγαλύτερη επιβάρυνση.  Κατά τα τελευταία 5 έτη επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο η άποψη ότι η κατάθλιψη αποτελεί υποτροπιάζουσα διαταραχή, που θα πρέπει να αντιμετωπίζεται ως χρόνια νόσος.  Έχει υπολογισθεί ότι προς το παρόν αποτρέπεται περίπου 13% της συνολικής επιβάρυνσης που προκαλεί η κατάθλιψη.  Έχει επιπλέον υπολογισθεί ότι, αν ήταν ιδανικές οι συνθήκες ως προς την κάλυψη των ασθενών και τις δυνατότητες των κλινικών γιατρών και δεν υπήρχαν προβλήματα σχετικά με την παροχή και τη χρηματοδότηση των υπηρεσιών υγείας, η επιβάρυνση θα μπορούσε να αποτραπεί μόνο σε ποσοστό 36% με τη χρήση των παρεμβάσεων και των γνώσεων που είναι διαθέσιμες σήμερα.  Συνεπώς, φαίνεται ότι ποσοστό 64% της επιβάρυνσης που προκαλεί η μείζων κατάθλιψη δεν μπορεί να αποτραπεί.  Πρόκειται για μία κατάσταση, στην οποία η αποτελεσματική πρόληψη μπορεί να έχει ζωτική σημασία.  Από πληθυσμιακές μελέτες προκύπτει ότι περίπου το ένα τρίτο των ασθενών, που στη διάρκεια της ζωής τους πληρούν τα κριτήρια της μείζονος κατάθλιψης, αναφέρουν ότι το πρώτο επεισόδιο εκδηλώθηκε σε ηλικία μικρότερη των 21 ετών.  Άρα, η  πρόληψη, αν πρόκειται να είναι αποτελεσματική, θα πρέπει να έχει στόχο τα άτομα νέας ηλικίας.

Υπάρχουν προγράμματα με κύριο στόχο την πρόληψη της κατάθλιψης;  Οι πρόσφατες ανασκοπήσεις σχετικά με την πρόληψη των ψυχικών διαταραχών είναι αισιόδοξες για το γενικό ζήτημα της πρόληψης, αν και εμφανίζονται κάπως επιφυλακτικές ως προς τα προγράμματα πρόληψης της κατάθλιψης.  Σε ορισμένες μελέτες που δημοσιεύτηκαν κατά το έτος 2001 διαφαίνεται μεταβολή αυτής της άποψης.  Προγράμματα πρόληψης (που έχουν ονομασθεί γενικά προγράμματα) μπορούν να έχουν εφαρμογή σε ολόκληρο τον πληθυσμό ή να κατευθύνονται προς τα άτομα με αναγνωρισμένους παράγοντες κινδύνου ή πρώιμα συμπτώματα.  Οι γενικές παρεμβάσεις ενδέχεται να έχουν μεγαλύτερη αποδοχή, κοστίζουν, όμως, περισσότερο, ενώ οι κατευθυνόμενες παρεμβάσεις εξαρτώνται από την ακρίβεια προγραμμάτων ελέγχου, που ενδέχεται να προκαλέσουν στιγματισμό όσων επιλεγούν. Γενικά προγράμματα με στόχο την πρόληψη της κατάθλιψης. Σε μελέτη του 1993, ο Clarke και συνεργάτες παρέθεσαν στοιχεία για δύο προγράμματα παρέμβασης σε σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.  Στο πρώτο πρόγραμμα, οι μαθητές κατανεμήθηκαν τυχαία σε τρία μαθήματα στην τάξη σχετικά με τα συμπτώματα, τα αίτια και τη θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης και ενθαρρύνθηκαν στην εφαρμογή ευχάριστων δραστηριοτήτων με στόχο την πρόληψη της εμφάνισης ή της έξαρσης καταθλιπτικής διάθεσης.  Σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, παρατηρήθηκε κάποια βραχυπρόθεσμη βελτίωση στα αγόρια που έλαβαν μέρος στη μελέτη, που όμως δεν διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια των 12 εβδομάδων της παρακολούθησης.  Στο δεύτερο πρόγραμμα, οι μαθητές κατανεμήθηκαν τυχαία σε πέντε μαθήματα σχετικά με την κατάθλιψη, 4 από τα οποία επικεντρωνόταν στην απόκτηση δεξιοτήτων ως προς τον προγραμματισμό ευχάριστων δραστηριοτήτων.  Δεν διαπιστώθηκε διαφορά μεταξύ των ομάδων παρέμβασης και ελέγχου, παρά το επαρκές μέγεθος των ομάδων.  Κατά μία άποψη, οι παρεμβάσεις στα προγράμματα αυτά ίσως δεν είχαν αρκετή ισχύ για ένα ωφέλιμο αποτέλεσμα. Σε άλλη μελέτη, 260 μαθητές έλαβαν μέρος σε έρευνα που είχε ενταχθεί στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.  Αρχικά, πραγματοποιήθηκε αξιολόγηση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων σε μαθητές ηλικίας 14 και 15 ετών, τρεις φορές σε χρονικό διάστημα 15 μηνών.  Το επόμενο έτος, οι μαθητές της ίδιας ηλικίας αξιολογήθηκαν με τον ίδιο τρόπο, με τη διαφορά ότι μεταξύ πρώτης και δεύτερης αξιολόγησης παρακολούθησαν 11 συνεδρίες τύπου γνωσιακής θεραπείας σε μικρές ομάδες.  Το πρόγραμμα ήταν υπό την εποπτεία ψυχολόγων και το ποσοστό συμμετοχής των μαθητών ήταν 88%. Τα αποτελέσματα ήταν σαφή: η ομάδα παρέμβασης, σε αντίθεση με την ομάδα ελέγχου, εμφάνισε σημαντική μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων, που παρέμεινε αναλλοίωτη σε όλη τη διάρκεια των 10 μηνών της παρακολούθησης.  Το συνολικό μέγεθος του αποτελέσματος ήταν μικρό, αλλά οι συγγραφείς παρουσίασαν στοιχεία ότι ποσοστό 13% των παιδιών στην ομάδα παρέμβασης, που, με βάση την ομάδα ελέγχου, θα συνέχιζαν να εμφανίζουν υποκλινική ή κλινική κατάθλιψη, είχε πλέον φυσιολογική βαθμολογία.  Οι 11 ώρες εκπαίδευσης ανά συμμετέχοντα που εμφάνισε βελτίωση αποδείχθηκαν πιο αποτελεσματικές από την κλινική θεραπεία.  Οι συγγραφείς υποστήριξαν την ευρύτερη εφαρμογή των γενικών προγραμμάτων πρόληψης της κατάθλιψης. Σε μελέτη του 1997, που περιλάμβανε ψυχοεκπαίδευση και λύση προβλημάτων παιδιών ηλικίας 11-14 ετών από κλινικούς ψυχολόγους σε 16 συνεδρίες στην τάξη, με στόχο την αύξηση της ικανότητας των παιδιών να αντιμετωπίζουν δυσκολίες και τη μείωση της εμφάνισης καταθλιπτικών συμπτωμάτων, δεν διαπιστώθηκε ικανοποιητικό αποτέλεσμα με τη συμπλήρωση της μελέτης και κατά την επανεξέταση μετά από 12 μήνες. Πρόσφατη μελέτη αναφέρει τα αποτελέσματα προγράμματος, στο οποίο συμμετείχαν 1500 σπουδαστές και αφορούσε σε 8 εκπαιδευτικές συνεδρίες με στόχο τη βελτίωση της δυνατότητας επίλυσης προβλημάτων και, σε μικρότερο βαθμό, τη μείωση της αρνητικής γνωσιακής προκατάληψης.  Στην ομάδα παρέμβασης, σε σύγκριση με την ομάδα ελέγχου, διαπιστώθηκε σημαντική μείωση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων με την ολοκλήρωση του προγράμματος.  Κατά την επανεξέταση μετά από 12 μήνες, οι μαθητές υψηλού κινδύνου διατήρησαν τη βελτίωση της δυνατότητας επίλυσης προβλημάτων, αλλά το συνολικό όφελος ως προς τα καταθλιπτικά συμπτώματα δεν ήταν πλέον εμφανές.  Η μελέτη ήταν καλά σχεδιασμένη, με δυνατότητα επισήμανσης κλινικά σημαντικών διαφορών.  Η διαφορά με τις προηγούμενες μελέτες ήταν ότι η εκπαίδευση γινόταν από το εκπαιδευτικό προσωπικό, σε ολόκληρη την τάξη και η έμφαση δινόταν στην επίλυση προβλημάτων και όχι στη γνωσιακή θεραπεία.  Παρ’ όλα αυτά, η εξασθένιση του αποτελέσματος που παρατηρήθηκε κατά την επανεξέταση ήταν απογοητευτική.

Κατευθυνόμενα προγράμματα πρόληψης

Τα παιδιά γονέων που πάσχουν από κατάθλιψη διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν και αυτά κατάθλιψη και τα αίτια είναι μάλλον ψυχολογικά και όχι γενετικά.  Σε τυχαιοποιημένη ελεγχόμενη μελέτη, γονείς και παιδιά από 36 οικογένειες συμμετείχαν σε κλινική παρέμβαση μέσω 6 έως 10 συνεδριών ή σε 2 συνεδρίες διάλεξης και συζήτησης. Τα αποτελέσματα έδειξαν αυξημένη ικανοποίηση και ενημέρωση στην ομάδα παρέμβασης, αλλά καμιά διαφορά στη βαθμολογία της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας των παιδιών. Μια παρεμφερής μελέτη είχε ως στόχο 94 έφηβους ηλικίας 13 έως 18 ετών, παιδιά γονέων με ιστορικό κατάθλιψης.  Τα παιδιά εμφάνιζαν καταθλιπτικά συμπτώματα, που δεν πληρούσαν τα κριτήρια συναισθηματικής διαταραχής του DSM-III-R.  Τα παιδιά κατανεμήθηκαν τυχαία σε συνήθη αντιμετώπιση ή σε 15 συνεδρίες γνωσιακής θεραπείας σε μικρές ομάδες από θεραπευτές κατόχους διπλώματος εξειδίκευσης (master). Μετά από παρακολούθηση με μέση διάρκεια 15 μηνών, η συχνότητα μείζονος κατάθλιψης στην ομάδα παρέμβασης ήταν 9,3% σε σύγκριση με 28,8% στην ομάδα ελέγχου – ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Παρόμοιο αποτέλεσμα είχε επιτευχθεί σε ομάδα 150 εφήβων με καταθλιπτική συμπτωματολογία, οι οποίοι κατά τη συνέντευξη δεν πληρούσαν τα διαγνωστικά κριτήρια για μείζονα κατάθλιψη ή δυσθυμία.  Μετά από εφαρμογή του ίδιου προγράμματος των 15 συνεδριών, διαπιστώθηκε ότι μετά από 12 μήνες, η συχνότητα της μείζονος κατάθλιψης στην ομάδα παρέμβασης ήταν 14,5% σε σύγκριση με 25,7% στην ομάδα ελέγχου.  Φαίνεται ότι η πρόληψη κοστίζει λιγότερο από την αναμονή της εμφάνισης κλινικών συμπτωμάτων και τη θεραπευτική αντιμετώπισή τους. Υπάρχουν στοιχεία ότι ο αρνητικός τρόπος προσέγγισης των προβλημάτων αποτελεί παράγοντα κινδύνου για κατάθλιψη.  Σε μελέτη 118 παιδιών της 5ης και 6ης τάξης του δημοτικού σχολείου (ηλικίας 10-11 και 11-12 ετών αντίστοιχα), που διέτρεχαν κίνδυνο κατάθλιψης, εφαρμόστηκε παραλλαγή του προγράμματος αισιοδοξίας Penn σε 12 ομαδικές συνεδρίες διάρκειας 2 ωρών η κάθε μία μετά την ολοκλήρωση του ημερήσιου προγράμματος μαθημάτων.  Το πρόγραμμα έδινε έμφαση στη γνωσιακή θεραπεία, αλλά περιείχε στοιχεία επίλυσης κοινωνικών προβλημάτων, χαλάρωσης και θετικής ενίσχυσης.  Τα παιδιά στην ομάδα παρέμβασης ανέφεραν σημαντικά λιγότερα συμπτώματα κατάθλιψης στη διάρκεια των επόμενων 2 ετών, ενώ στην ίδια ομάδα διαπιστώθηκε μείωση κατά 50% των συμπτωμάτων μέσης και μεγάλης βαρύτητας.  Με τη συμπλήρωση του τρίτου έτους οι διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων είχαν εξαφανισθεί, αλλά το ποσοστό εξόδου από τη μελέτη είχε φθάσει σε 43%.Σε άλλη μελέτη έγινε επιλογή πρωτοετών φοιτητών με τον πιο απαισιόδοξο τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων και τυχαία κατανομή τους σε 8 δίωρες συνεδρίες με έμφαση στη γνωσιακή θεραπεία ή σε καμιά παρέμβαση.  Στην ομάδα παρέμβαση διαπιστώθηκε θετικό αποτέλεσμα ως προς τα αυτοναφερόμενα συμπτώματα κατάθλιψης και άγχους, που όμως δεν αφορούσε τα βαρύτερα επίπεδα κατάθλιψης.

Σχόλιο

Υπάρχουν αρκετές μελέτες που ασχολούνται με το ερώτημα «Μπορεί να προληφθεί η κατάθλιψη στα νέα άτομα;».  H χρησιμοποίηση δασκάλων στην τάξη με στόχο τη βραχεία ψυχοεκπαίδευση, δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα.  Η χρησιμοποίηση ψυχολόγων και δασκάλων στο περιβάλλον της σχολικής αίθουσας με στόχο την παροχή εκτεταμένης ψυχοεκπαίδευσης και επίλυσης προβλημάτων επίσης δεν φαίνεται να έχει αποτέλεσμα.  Η χρησιμοποίηση μεθόδων γνωσιακής θεραπείας ή γνωσιακής θεραπείας συμπεριφοράς από ψυχολόγους φαίνεται να έχει κάποιο αποτέλεσμα, που μερικές φορές περιορίζεται στα συμπτώματα και άλλες στη μείωση της συχνότητας της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής.  Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι η αποτελεσματικότητα αλλά η αποτελεσματικότητα σε συνθήκες κλινικής πράξης.  Σε καμιά χώρα δεν υπάρχουν αρκετοί ψυχολόγοι, που να έχουν εκπαιδευθεί στη γνωσιακή θεραπεία και να επαρκούν για την εφαρμογή γενικών ή κατευθυνόμενων προγραμμάτων πρόληψης μέσω του σχολείου. Δεν υπάρχουν στοιχεία, από τα οποία να προκύπτει ότι οι πρόσφατες πρωτοβουλίες συμβάλλουν στη μείωση του επιπολασμού της κατάθλιψης, ούτε ότι υπάρχουν διαθέσιμες γνωσιακές θεραπείες που μπορούν να μειώσουν την επίπτωσή της.  Δεν είναι απλά θέμα πρόληψης της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής σε ομάδες υψηλού κινδύνου.  Αν υιοθετηθεί προσέγγιση τύπου δημόσιας υγείας και μειωθεί η συχνότητα των καταθλιπτικών συμπτωμάτων στο γενικό πληθυσμό κατά ένα μικρό ποσοστό, θα επιτευχθεί αντίστοιχη μείωση του συνολικού αριθμού των ασθενών με μείζονα κατάθλιψη.  Το πρόβλημα είναι η παροχή υπηρεσιών.  Η προσέγγιση που διερευνάται τώρα είναι η εφαρμογή στα σχολεία διαδραστικών προγραμμάτων μέσω υπολογιστών, με παράλληλη υποστήριξη από κατευθυνόμενη πρόσβαση στο διαδίκτυο. Το πρόβλημα είναι πολύ σημαντικό για να περιοριστεί στην παραδοσιακή μέθοδο της παρέμβασης πρόσωπο με πρόσωπο, αλλά αποτελεί σημαντική πρόοδο η διαπίστωση ότι η γνωσιακή θεραπεία είναι μέθοδος πρόληψης της κατάθλιψης με καλή σχέση κόστους/αποτελεσματικότητας σε ομάδες υψηλού κινδύνου.

Andrews G et al. British Journal of Psychiatry 181 : 460-462, 2002

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Andrews G.  Should depression be managed as a chronic disease?  BMJ 322: 419-421, 2001
  • Beardslee WR, Wright EJ, Salt P et al.  Examination of childrens’ responses to two preventive strategies over time.  J Am Acad Child Adolesc Psychiatry 36: 196-204, 1997
  • Beardslee WR, Versage EM, Gladstone TRG.  Children of affectively ill parents: a review of the past 10 years.  J Am Acad Child Adolesc Psychiatry 37: 1134-1141, 1998
  •  Clarke GN, Hawkins W, Murphy M et al.  School-based prevention of depressive symptomatology in adolescents.  J Adolesc Res 8: 183-204, 1993
  • Clarke GN, Hawkins W, Murphy M et al.  Targeted prevention of unipolar depressive disorder in an at-risk sample of high school students. J Am Acad Child Adolesc Psychiatry 34: 312-321, 1995
  • Clarke GN, Hornbrook M, Lynch F et al.  A randomized trial of group cognitive intervention for preventing depression in adolescent offspring of depressed parents.
  • Arch Gen Psychiatry 58: 1127-1134, 2001
  • Gillham JE, Reivich KJ.  Prevention of depression in schoolchildren.  Psychol Sci 10: 461-462, 1999
  • Greenberg MT, Domitrovitch C, Bumbarger B.  The prevention of mental disorders in school-aged children: current state of the field.  Prevention and Treatment 4, article 1, 2001
Η Συμπεριφορά μας προς τα ΑΜΕΑ

Η Συμπεριφορά μας προς τα ΑΜΕΑ

1. Αποφύγετε τις εκφράζεις θαυμασμού του τύπου «μα, είσαι τόσο ικανός”.

Άτομα με ειδικές ανάγκες στο σύνολό τους δεν τους αρέσει να αναφέρονται σε αυτούς ως «προικισμένα άτομα», ειδικά όταν επιτελούν απλές δραστηριότητες, όπως να πάρουν γάλα από το ψυγείο. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες σκέφτονται «εμείς απλά προσπαθούμε να ζήσουμε τη ζωή μας όπως όλοι οι άλλοι». Το σχόλιο σας θα έχει αρνητικό αποτέλεσμα, θυμίζοντας «πόσο διαφορετικοί άνθρωποι εξακολουθούν να είναι».

2. Μην τους μιλάτε δυνατά – δεν έχουν προβλήματα ακοής.

Υπάρχει ακόμα μια μεγάλη μερίδα του πληθυσμού που ασυναίσθητα προβαίνει σε μια επιθετική πράξη – μιλάει δυνατά σε κάποιον που για παράδειγμα έχει μόνο κινητικά προβλήματα. Γιατί το κάνουν αυτό ακόμα κι αν ξέρουν ότι δεν είναι κουφός; Νομίζουν ότι τα άτομα με ειδικές ανάγκες έχουν και νοητικά προβλήματα;

3. Να παρέχετε την βοήθεια σας όταν σας το ζητήσουν – ποτέ πριν.

Μπορεί να είναι δύσκολο για κάποιον να αντισταθεί, αλλά συχνά οι άνθρωποι προσφέρουν βοήθεια σε κάποιον με ειδικές ανάγκες, χωρίς καν να τον ρωτήσουν. Τα άτομα με ειδικές ανάγκες ξέρουν πότε να ζητήσουν βοήθεια. Μην σπεύδετε λοιπόν να την παρέχετε, αν το ίδιο το άτομο δεν σας την ζητήσει, ακόμα και αν νομίζετε ότι δεν ζητά βοήθεια επειδή είναι ντροπαλό. Η απρόσκλητη παροχή βοήθειας εκλαμβάνεται σαν εισβολή στον προσωπικό τους χώρο και πρέπει να αποφεύγεται, εκτός αν σας ζητηθεί.

4. «Μη στηρίζεστε στα αναπηρικά αμαξίδια μας».

Μπορεί να ακούγεται αστείο, αλλά δεν είναι σπάνιο οι άνθρωποι να χρησιμοποιούν τα αναπηρικά αμαξίδια απλά για να στηριχθούν ή να ξεκουραστούν από πολύωρη ορθοστασία!! Θυμηθείτε ότι το αμαξίδιο δεν είναι τροχήλατο έπιπλο! Είναι τουλάχιστον ασέβεια να στηρίζεστε επάνω τους.

5. Συστηθείτε αμέσως ή δηλώστε άμεσα την παρουσία σας όταν μιλάτε σε κάποιον με προβλήματα όρασης.

Είναι το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνετε όταν ερχόσαστε σε επαφή με κάποιον τυφλό. Αυτό είναι κάτι που θα έπρεπε να γίνεται και σε «κανονικές» συνθήκες, αλλά με τους τυφλούς είναι κάτι παραπάνω από απαραίτητο να τους βοηθήσουμε να «δουν» το περιβάλλον τους.

6. Διατηρήστε την ψυχραιμία σας – αυτό είναι μόνο ένα αναπηρικό αμαξίδιο.

«Αναπνοή, πάρτε μια βαθειά ανάσα, διατηρήστε την ψυχραιμία σας, υπάρχουν πιο τρομακτικά πράγματα στη ζωή από εμάς»! Οι διαφορά σας από έναν με κινητικά προβλήματα είναι ότι εσείς περπατάτε με τα πόδια σας, ενώ εκείνοι χρησιμοποιούν ένα αμαξίδιο με ρόδες. Μόνο αυτό!

7. «Αντιμετωπίστε μας πρώτα ως προσωπικότητα».

Σε αυτό το άρθρο, μπορεί να έχετε παρατηρήσει ότι αναφέρομαι στα άτομα με αναπηρία ως «άτομα με ειδικές ανάγκες». Αυτό είναι και το μόνο που προσδιορίζει την όποια διαφορά υπάρχει με τον Γενικό Πληθυσμό. Δεν υπάρχει κάτι άλλο. Συχνά όμως αισθανόμαστε για τα συγκεκριμένα άτομα από οίκτο έως απέχθεια, κάτι που φυσικά δεν υπάρχει περίπτωση να μην βγει στην επιφάνεια με την συναναστροφή μαζί τους.

8. Αφήστε κατά μέρος την συγκατάβαση και τα ψεύτικα συναισθήματα.

Αποφύγετε οποιαδήποτε έκφραση του τύπου «Είσαι τόσο γενναίος», «Είμαι εντυπωσιασμένος» κλπ. Απλά να θυμάστε, και πάλι, τα άτομα με ειδικές ανάγκες δεν είναι τόσο διαφορετικοί από εσάς.

9. «Μιλήστε μας, μπορούμε άνετα να επικοινωνήσουμε μαζί σας».

Μερικές φορές μπορεί να έχετε παρατηρήσει για παράδειγμα σε ένα εστιατόριο, ότι ο σερβιτόρος θα επικοινωνήσει άμεσα με το συνοδό πρόσωπο και όχι απευθείας με το άτομο με ειδικές ανάγκες. Μια οποιαδήποτε φυσική αναπηρία δεν συνεπάγεται και νοητική! Είναι μια συμπεριφορά ιδιαίτερα προσβλητική για το άτομο με ειδικές ανάγκες. Αυτός ο τρόπος σκέψης επικρατεί ακόμα στα μυαλά πολλών και είναι ένα από τα κορυφαία ατοπήματα για τα άτομα με ειδικές ανάγκες.

10. Σε περίπτωση αμφιβολίας, ανατρέξτε στο “χρυσό κανόνα”.

Και πάνω απ ‘όλα, σε περίπτωση αμφιβολίας για το πώς θα πρέπει να μας αντιμετωπίζετε τα άτομο με ειδικές ανάγκες, πάντοτε να ανατρέχετε στον Χρυσό Κανόνα. Ο χρυσός κανόνας είναι να αντιμετωπίζετε το άτομο με ειδικές ανάγκες, όπως θα θέλατε οι άλλοι να σας αντιμετωπίζουν – με αμοιβαίο σεβασμό! Στο τέλος αυτή είναι η μόνη συμβουλή που χρειάζεστε. Αν ο καθένας θέσει σε εφαρμογή τον χρυσό κανόνα σε όλες τις πτυχές της ζωής, θα τεθούν υγιείς βάσεις στην ανθρώπινη αλληλεπίδραση.

Τι είναι η Δραματοθεραπεία και πώς λειτουργεί

Τι είναι η Δραματοθεραπεία και πώς λειτουργεί

“Το Δράμα, ως εκ της φύσεώς του, προκαλεί ενσυναίσθηση και προοπτική” Emunah, 1994, όπως παρατίθεται στο Leeder και Wimmer, 2006. Η Δραματοθεραπεία χρησιμοποιεί τις εκδραματίσεις για να βοηθήσει τους ανθρώπους να εντοπίσουν με διαφορετικό τρόπο τα προβληματικά ζητήματα στη ζωή τους, προκειμένου να διερευνήσουν εναλλακτικούς τρόπους αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων.
Η Δραματοθεραπεία έχει εφαρμοστεί σε πολλά πλαίσια, π.χ. στην θεραπεία με τα παιδιά, τους εφήβους, τον εθισμό από ουσίες, στις διατροφικές διαταραχές, στην διαταραχή μετα-τραυματικού στρες, στις διαταραχές της προσωπικότητας και στα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης. Μπορεί να να γίνει σε ένα περιβάλλον ομαδικής ή ατομικής θεραπείας και είναι πάντα υπό την καθοδήγηση ενός Ειδικού επαγγελματία ψυχικής υγείας τον δραματοθεραπευτή. Αφήγηση ιστορίας, κατασκευή εξαρχής μιας φανταστικής ιστορίας, role-playing, αντιστροφή ρόλων, αυτοσχεδιασμός, αφήγηση, εικόνες, σκηνικά, μάσκες και ούτω καθεξής χρησιμοποιούνται ως ερέθισμα για την δραματοποίηση.  Η βασική θεωρία της δραματοθεραπείας είναι ότι το δράμα και το θέατρο είναι κάτι περισσότερο από απομιμήσεις της ζωής και αποτελεούν ουσιαστικά τρόπους για τους ανθρώπους να συμμετέχουν ενεργητικά στο εξωτερικό γίγνεσθαι.
Ενώ το δράμα και οι πιθανές θεραπευτικές επιδράσεις του έχουν αναγνωριστεί εδώ και πολλά χρόνια, η δραματοθεραπεία δεν είχε αναγνωρισθεί ως μια ειδική επαγγελματική και επιστημονική μέθοδος μέχρι την δεκαετία του 1930 όταν και διαμορφώθηκε η Δραματοθεραπεία που βλέπουμε σήμερα με κύριους εκφραστές και ερευνητές τους Peter Slade, Billy Lindkvist και Sue Jennings στο Ηνωμένο Βασίλειο.
Η Δραματοθεραπεία τονίζει τη δημιουργικότητα και τον αυθορμητισμό. Μέσα στη διαδικασία της δραματοθεραπείας, οι διάφορες διεργασίες επικεντρώνονται στο να κατακτήσουν τελικώς οι συμμετέχοντες μια κατάσταση ηρεμίας και γαλήνης. Ο Jones εξηγεί ότι μέσω της δραματική προβολής, εξωτερικεύονται οι εσωτερικές συγκρούσεις, με τη χρήση θεατρικών τεχνικών όπως αναπαραστάσεις, παίξιμο συγκεκριμένων ρόλων, αυτοσχεδιασμός, αντιστροφή ρόλων κλπ. Έτσι, καθίσταται εφικτό για τους συμμετέχοντες να εξερευνήσουν ευαίσθητα εσωτερικά ζητήματα που μπορεί να ήταν δύσκολο για αυτούς να συζητήσουν.
Σε αντίθεση με το πραγματικό θεατρικό δράμα, ένας συμμετέχων σε διαδικασία δραματοθεραπείας δεν επιτρέπεται να ταυτιστεί πλήρως με τον χαρακτήρα που υποδύεται, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προσδιορίσει και να προβληματιστεί σχετικά με το ρόλο που παίζει. Ο τρόπος που το σώμα επικοινωνεί συνειδητά και ασυνείδητα και θα μπορούσε να εγείρει σημαντικά θέματα για το άτομο και τον δραματοθεραπευτή του για να εργαστούν πάνω σε αυτό στην συνέχεια της θεραπείας. Για παράδειγμα, ο Τζόουνς εξήγησε ότι μία συγκεκριμένη γυναίκα στην ομάδα του επέλεξε να υποδυθεί κάποιαν που ήταν άρρωστη, εξασθενημένη και συνεχώς έπεφτε κάτω. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης που επηκολούθησε της συνεδρίας, η γυναίκα συνειδητοποίησε ότι είχε υποδυθεί την μητέρα της που είχε πεθάνει όταν εκείνη ήταν μικρή.
Η σχέση ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα είναι ένα θέμα που επανέρχεται συχνά στην Δραματοθεραπεία. Οι συμμετέχοντες συχνά καλούνται να φέρουν πραγματικές εμπειρίες της ζωής στην δραματοθεραπεία. Με τον τρόπο αυτό, η Δραματοθεραπεία είναι «μια μορφή θεάτρου», όμως οι συμμετέχοντες, αναβιώνοντας ελεγχόμενα αυτά που έχουν συμβεί ή συμβαίνουν στην ζωή τους, επεξεργάζονται τα βαθύτερα τραύματα και αγωνίες τους και προσπαθούν να δράσουν διορθωτικά στο εδώ και τώρα.

Ψυχόδραμα
«Το σώμα θυμάται τι το μυαλό ξεχνά” Marcia Karp, 1998.
Το ψυχόδραμα λέξη προέρχεται από τις λέξεις “ψυχή” (ψυχή / πνεύμα) και “Δράμα” (δράση) υπονοώντας έτσι τη διαδικασία αξιοποίησης δράσεων για να εξωτερικευθεί ο εσωτερικός κόσμος.
Το ψυχόδραμα αναπτύχθηκε από τον Jacob Levy Moreno στις αρχές του 1920. Με πολλούς τρόπους, το ψυχόδραμα χρησιμοποιεί τις ίδιες θεωρίες και τις βασικές έννοιες όπως η δραματοθεραπεία. Στο ψυχόδραμα, ο κύριος πρωταγωνιστής είναι ο συμμετέχων, οι ανησυχίες του οποίου πρέπει να αντιμετωπισθούν τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο πρωταγωνιστής θα υποδυθεί σκηνές από το παρελθόν, τις  εσωτερικές συγκρούσεις, τις φαντασιώσεις, τα όνειρα και ούτω καθ ‘εξής, όπως ακριβώς και στην Δραματοθεραπεία. Άλλοι ρόλοι στην κατάσταση που περιγράφει, συμπληρώνονται από άλλα μέλη της ομάδας ή ακόμα και από άψυχα αντικείμενα.
Το ψυχόδραμα, ως θεραπεία, είναι πιο θεωρητικό και οι συνεδρίες είναι πολύ πιο δομημένες σε σχέση με την Δραματοθεραπεία. Το ψυχόδραμα επικεντρώνεται στην συναισθηματική συμμετοχή της αντιμετώπισης προβληματικών τομέων της ζωής,  ενώ η Δραματοθεραπεία επιτρέπει την δραματική αποστασιοποίηση των. Έτσι, το ψυχόδραμα θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικό στη θεραπεία αλκοολικών ή τοξικομανών. Αντιστρόφως, η Δραματοθεραπεία είναι ιδιαίτερα χρήσιμη για παιδιά με ειδικές ανάγκες, τους εφήβους, και ενήλικες με ειδικές ανάγκες άτομα. Σε πολλά περιστατικά, οι τεχνικές δραματοθεραπείας χρησιμοποιούνται ως μέθοδος εισαγωγής για το ψυχόδραμα και αντιστρόφως το ψυχόδραμα ως follow-up για τη δραματοθεραπεία.

Τι είναι η Θεραπεία μέσω Τέχνης και πώς λειτουργεί

Τι είναι η Θεραπεία μέσω Τέχνης και πώς λειτουργεί

(έργο του ζωγράφου Τάσου Αλαμάνου)

Τι είναι η θεραπεία τέχνης (art therapy, εικαστική θεραπεία);

Ορισμός: Θεραπεία μέσω της τέχνης είναι μια μορφή θεραπείας που χρησιμοποιεί τη δημιουργική διαδικασία μέσω της τέχνης για να βελτιώσει τη φυσική κατάσταση ενός ατόμου καθώς και την ψυχική και συναισθηματική του ευεξία.

Τι κάνει ένας θεραπευτής τέχνης;

Η δημιουργική διαδικασία που εμπλέκεται στην έκφραση μέσω της Τέχνης, μπορεί να βοηθήσει ανθρώπους να επιλύσουν εσωτερικά ζητήματα καθώς και να αναπτύξουν και να διαχειρίζονται τις συμπεριφορές και τα συναισθήματά τους, να μειώσει το άγχος και να βοηθήσει στην βελτίωση της αυτοεκτίμησης τους. Στην διαδικασία αυτή μπορεί να εμπλακεί ο οποιοσδήποτε – δεν χρειάζονται να προϋπάρχουν τεχνικές δεξιότητες ή κάποιο ταλέντο.
Η Θεραπεία μέσω της τέχνης μπορεί να επιτύχει διαφορετικά πράγματα για διαφορετικούς ανθρώπους. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την παροχή συμβουλών, στην θεραπεία, στην αποκατάσταση, συμπληρωματικά στην ψυχοθεραπεία και με την ευρεία έννοια του όρου, η θεραπεία τέχνης μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανάδειξη στην επιφάνεια κάποιου εσώτερου εαυτού με έναν τρόπο που μπορεί να παρέχει στο άτομο μια βαθύτερη κατανόηση για τον εαυτό του.

Ποιος μπορεί να χρησιμοποιήσει την Art Therapy?

Σχεδόν ο καθένας μπορεί να χρησιμοποιήσει την θεραπεία μέσω τέχνης . Σε έναν κόσμο όπου υπάρχει πληθώρα τρόπων για να επικοινωνήσουν οι άνθρωποι μεταξύ τους και να εκφράσουν τον εαυτό τους, η θεραπεία μέσω τέχνης είναι ένα ακόμη μέσο. Μια από τις σημαντικότερες διαφορές μεταξύ της θεραπείας τέχνης και άλλες μορφές επικοινωνίας είναι ότι οι περισσότερες άλλες μορφές επικοινωνίας απαιτούν τη χρήση των λέξεων ή της γλώσσας ως μέσου διαντίδρασης. Συχνά όμως, οι άνθρωποι δεν διαθέτουν χρόνο και είναι ανίκανοι να εκφραστούν σε περιορισμένο χρονικό εύρος.
Μία από τις ομορφιές της τέχνης ως θεραπεία είναι η δυνατότητα ένα άτομο να εκφράσει τα συναισθήματα του / της μέσα από κάθε μορφή της Κανείς δεν πρέπει να “φοβάται” να εκφράσει τον εαυτό του μέσα από την τέχνη. Η δημιουργική διαδικασία μπορεί να είναι από μόνη της μια μορφή επιβράβευσης. Σε συνδυασμό με έναν κατάλληλα εκαπιδευμένο θεραπευτή, θα πρέπει σταδιακά, αν όχι αμέσως, να αισθάνονται άνετα με αυτή την πρωτόγνωρη μορφή έκφρασης. Στην τελική, ο στόχος δεν είναι απαραίτητα για να δημιουργήσετε ένα αριστούργημα τέχνης.

Γιατί να χρησιμοποιήσω την Art Therapy?

Η τέχνη ως θεραπεία χρησιμοποιείται γενικά ως ένας εναλλακτικός τρόπος για να βελτιωθεί η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου και η ψυχική του ευεξία. Η Εκφραστική θεραπεία μέσω τέχνης δεν πρέπει να χρησιμοποιείται όμως μόνο ως θεραπεία. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την ανακούφιση του στρες ή της έντασης, ή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ένας τρόπος ενδοσκόπησης του εαυτού.

Τι ακριβώς κάνει ένας θεραπευτής τέχνης;

Οι θεραπευτές τέχνης έχουν εκπαιδευτεί στη θεραπεία και την τέχνη. Έχουν μελετήσει ψυχολογία και την ανθρώπινη ανάπτυξη. Οι θεραπευτές τέχνης έχουν συνήθως μια κλινική πρακτική κάποιου είδους και εξειδικεύονται στην γενική εκτίμηση της κατάστασης ενός ατόμου σε θεραπεία για μια σοβαρή ασθένεια. Οι Θεραπευτές Τέχνης μπορούν να συνεργαστούν με ανθρώπους όλων των ηλικιών, φύλου, θρησκείας, κλπ. Μπορούν να βοηθήσουν ένα άτομο, ένα ζευγάρι, μια οικογένεια, ή ομάδες ανθρώπων. Ανάλογα με την κατάσταση, μπορεί να υπάρχουν πολλοί θεραπευτές τέχνης που να εργάζονται μαζί ως κλινική ομάδα.
Μεγάλη σημασία στην όλη διαδικασία έχει η χρήση των μη λεκτικών συμβόλων και αλληγοριών που συχνά εκφράζονται μέσα από την τέχνη και τη δημιουργική διαδικασία, έννοιες που είναι συνήθως δύσκολο να εκφραστούν με λόγια. Έτσι, μέσω αυτής της διαδικασίας το άτομο αρχίζει να ανακαλύπτει νέες πτυχές του ψυχισμού του.

Επιπλέον ορισμοί της εικαστικής θεραπείας

Η Θεραπεία μέσω της τέχνης, μερικές φορές ονομάζεται δημιουργική θεραπεία τέχνης ή εκφραστική θεραπεία τέχνης, ενθαρρύνει τους ανθρώπους να εκφράσουν και να καταλάβουν τα συναισθήματα τους μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης και μέσα από τη δημιουργική διαδικασία. From The Free Dictionary

Η Art θεραπεία είναι μια μορφή εκφραστικής θεραπείας που χρησιμοποιεί υλικά τέχνης, όπως χρώματα, κιμωλίες κλπ. Η Θεραπεία μέσω της τέχνης συνδυάζει τις παραδοσιακές ψυχοθεραπευτικές θεωρίες και τεχνικές με την κατανόηση των ψυχολογικών πτυχών της δημιουργικής διαδικασίας. Από τη Βικιπαίδεια

Η Art θεραπεία είναι επί της ουσίας η χρήση και δημιουργία τέχνης, προκειμένου να αυξηθεί η ευαισθητοποίηση του εαυτού και των άλλων. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να ευοδώσει την προσωπική ανάπτυξη, να αυξήσει τις προσαρμοστικές ικανότητες, και να ενισχύσει τις νοητικές λειτουργίες. Βασίζεται στις θεωρίες της προσωπικότητας, την ανθρώπινη ανάπτυξη, την ψυχολογία, τα οικογενειακά συστήματα, και την εκπαίδευση τέχνης. Οι θεραπευτές Τέχνης εκπαιδεύονται τόσο στην τέχνη όσο και στην ψυχοθεραπευτική θεραπεία.

Οι Θεραπευτές τέχνης είναι επαγγελματίες που έχουν εκπαιδευτεί τόσο στην δημιουργική διαδικασία όσο και στην θεραπεία. Είναι γνώστες της ανθρώπινης ανάπτυξης, των ψυχολογικών θεωριών, κλινικής πρακτικής, τις πολυπολιτισμικές και καλλιτεχνικές παραδόσεις, και της δυνατότητας θεραπείας της τέχνης. Χρησιμοποιούν την τέχνη για θεραπεία, την αξιολόγηση και την έρευνα, και συνεργάζονται με άλλους επαγγελματίες ψυχικής υγείας.