Ο αντικοινωνικός τρόπος ζωής συνίσταται από ευρύ φάσμα συναφών συμπεριφορών, στις οποίες περιλαμβάνονται βίαια και μη βίαια παραπτώματα, χρήση απαγορευμένων ουσιών, αποφυγή εργασίας, επικίνδυνη οδήγηση και ανεξέλεγκτη σεξουαλική ζωή.  Πολλά από τα παραπάνω αποτελούν αυτονόητο κίνδυνο για την υγεία.  Συνολικά, η έναρξη των παραπάνω παρατηρείται σε ηλικία 8-14 ετών και η υψηλότερη συχνότητα σε ηλικία 15-19 ετών, ενώ η τάση μείωσής τους παρατηρείται σε ηλικία 20-29 ετών.  Η πρώιμη έναρξη αποτελεί προγνωστικό παράγοντα μακράς διάρκειας του προβλήματος. Καθώς η αντικοινωνική συμπεριφορά και η έκθεση σε κίνδυνο παρατηρούνται συχνότερα στους άνδρες, τα αίτια ενδέχεται να είναι βιολογικά και κοινωνικά.

Τα αντικοινωνικά άτομα συχνά παρουσιάζουν ποικιλομορφία στη συμπεριφορά τους, αν και η πρώιμη ενήλικη ζωή χαρακτηρίζεται από μετάπτωση σε ατομική παραβατικότητα από την αρχική ομαδική παραβατικότητα.  Σε γενικές γραμμές, η γενικευμένη αντικοινωνική συμπεριφορά παρατηρείται έως την ηλικία των 20 ετών περίπου και ακολουθεί βαθμιαία εξειδίκευση σε συγκεκριμένους τύπους αντικοινωνικής συμπεριφοράς, όπως η χρήση απαγορευμένων ουσιών. Ανεξάρτητες πρόδρομες εκδηλώσεις του αντικοινωνικού τρόπου ζωής είναι, μεταξύ άλλων, η αντικοινωνική παιδική συμπεριφορά, η παρορμητικότητα, η κακή σχολική επίδοση, η αντικοινωνική οικογένεια, η ανεπαρκής γονική φροντίδα και η οικονομική στέρηση.

Τα κρίσιμα σημεία απομάκρυνσης από τον αντικοινωνικό τρόπο ζωής είναι η εξεύρεση εργασίας, ο γάμος, η μετακίνηση σε περιοχή με καλύτερο επίπεδο ζωής και η κατάταξη στο στρατό.  Οι ασθενείς δεσμοί με την κοινωνία και τα άλλα άτομα, ο εγωκεντρισμός, η χαμηλή συναισθηματική μέθεξη και η έλλειψη θρησκευτικών πεποιθήσεων έχουν συσχετισθεί με κατάχρηση ουσιών και αντικοινωνικό τρόπο ζωής. Η επίδραση του αντικοινωνικού τρόπου ζωής στην υγεία διασαφηνίζεται όλο και περισσότερο.  Για παράδειγμα, η πρώιμη επαφή με την αστυνομία, οι απουσίες και η κακή συμπεριφορά στο σχολείο, καθώς και το διαζύγιο αποτελούν σημαντικούς προγνωστικούς παράγοντες πρόωρου θανάτου.  Τα υψηλότερα ποσοστά θανάτων μεταξύ των παραβατών έχουν αποδοθεί κυρίως στην κατάχρηση οινοπνεύματος και ουσιών.  Η παρορμητικότητα, η επιθετικότητα, η αποξένωση και η τάση για θυμό και ευερεθιστότητα ως αντίδραση στα προβλήματα της καθημερινής ζωής χαρακτηρίζουν όσους εκτίθενται σε μεμονωμένους κινδύνους για την υγεία.  Η απόρριψη των κοινωνικών κανόνων, η επιζήτηση του κινδύνου, η παρορμητικότητα και η μικρή ανάγκη ή δυνατότητα για σχέσεις με άλλα άτομα χαρακτηρίζουν όσους εκτίθενται σε πολλαπλούς κινδύνους. Από μελέτες με μεγάλη διάρκεια έχει διαπιστωθεί σαφής σχέση μεταξύ αντικοινωνικού τρόπου ζωής και τραυματισμού, ιδίως τραυματισμού ως αποτέλεσμα σωματικής βίας σε ηλικία 16-18 ετών και τροχαίου ή εργατικού ατυχήματος σε ηλικία 27-32 ετών.  Έχει διαπιστωθεί ότι οι κακώσεις λόγω σωματικής βίας αποτελούν  προγνωστικούς παράγοντες μελλοντικής δικαστικής ποινής.  Οι προσπάθειες ερμηνείας της συσχέτισης μεταξύ εγκληματικής συμπεριφοράς, εμπλοκής σε τροχαία ατυχήματα και κακώσεων έχουν επικεντρωθεί στη θεωρία ελέγχου, που εξηγεί τη συμπεριφορά μέσω του τρόπου κοινωνικοποίησης των παιδιών και κυρίως μέσω της φροντίδας και του ελέγχου των γονέων. Το σύνδρομο DATES, που συνίσταται σε κατάχρηση ουσιών και κακώσεις λόγω σωματικής βίας, ατυχημάτων και επιλεκτικών χειρουργικών επεμβάσεων, έχει αποδοθεί σε αντικοινωνικό τρόπο ζωής.  Αυτό το φάσμα διαταραχών φαίνεται ότι είναι σημαντικά συχνότερο σε νέους ενήλικους που υφίστανται κακώσεις λόγω σωματικής βίας. Οι κακώσεις παρουσιάζουν συσχέτιση με στοιχεία αντικοινωνικού τρόπου ζωής έως την ηλικία των 32 ετών, όπως κατάχρηση οινοπνεύματος, χαμηλό επίπεδο απασχόλησης και καταδίκες για τροχαίες παραβάσεις.  Αν και τα αντικοινωνικά άτομα ηλικίας 16-18 ετών φαίνονται λιγότερο ασθενή από τα άλλα άτομα της ίδιας ηλικίας, έως την ηλικία των 32 ετών έχουν εγκατασταθεί σχέσεις μεταξύ ψυχικής νόσου και δικαστικών ποινών, όπως και μεταξύ καπνίσματος και νόσου.  Η εικόνα που προκύπτει είναι εκείνη ατόμων 18 ετών με καλή φυσική κατάσταση, επιρρέπεια για έκθεση σε κίνδυνο και ιστορικό κακής οικογενειακής κατάστασης, που σε ηλικία 32 ετών αρχίζουν να υφίστανται τις συνέπειες ενός ανθυγιεινού τρόπου ζωής.  Με τη σειρά της, αυτή η εικόνα είναι συμβατή με την αντίληψη ότι οι παράγοντες κινδύνου για νόσηση στην ενήλικη ζωή συσσωρεύονται διαδοχικά στη διάρκεια της ζωής.

Με δεδομένη τη ρίζα της αντικοινωνικής συμπεριφοράς στην παιδική ηλικία, ίσως δεν δημιουργεί έκπληξη το γεγονός ότι η πρόληψη που έχει ως στόχο τις νέες οικογένειες, το σχολείο και τις προσπάθειες αποτροπής μέσω του δικαστικού συστήματος φαίνεται να είναι αποτελεσματική σε ευρύ φάσμα συμπεριφορών.  Για παράδειγμα, έχει διαπιστωθεί σε τυχαιοποιημένες μελέτες ότι η προσχολική εκπαίδευση και η πρώιμη οικογενειακή υποστήριξη έχουν θετική επίδραση στην υγεία σε σχέση με την παιδική κακοποίηση και παραμέληση, την κατάχρηση ουσιών και την εφηβική εγκυμοσύνη.  Το προσχολικό πρόγραμμα High / Scope Perry είχε ως αποτέλεσμα οικονομία 49 044 $ σε κόστος εγκληματικής συμπεριφοράς για κάθε 12 356 $ που ξοδεύτηκαν σε κάθε παιδί.  Οι επισκέψεις στο σπίτι και η εκπαίδευση των γονέων σε κέντρα ημερήσιας φροντίδας, η άσκηση σε γνωσιακές — συμπεριφορικές παιδικές δεξιότητες και η εκπαίδευση διαχείρισης των γονέων έχουν ως αποτέλεσμα μείωση ποικίλων αντικοινωνικών συμπεριφορών, όπως η παραβατικότητα και η κατάχρηση οινοπνεύματος και ουσιών.  Κανένα πρόγραμμα με στόχο παράγοντες κινδύνου στην κοινότητα δεν έχει έως τώρα αποδειχθεί αποτελεσματικό. Οι αποτελεσματικές αστυνομικές παρεμβάσεις περιλαμβάνουν περιπολίες σε γνωστές περιοχές βίας και σύλληψη των όσων υποπίπτουν σε επανειλημμένες σοβαρές παραβάσεις, των μεθυσμένων οδηγών και των ύποπτων για οικιακή βία.

Σε ότι αφορά σε προγράμματα αποκατάστασης, έχει διαπιστωθεί ότι έχουν αποτέλεσμα η επικέντρωση σε συγκεκριμένα προβλήματα παραβατικότητας, η θεραπεία της κατάχρησης ουσιών των κρατούμενων μέσα στη φυλακή, η γνωσιακή θεραπεία συμπεριφοράς και η θεραπεία όσων έχουν υποπέσει σε σεξουαλικά εγκλήματα μετά την έκτιση της ποινής τους. Πουθενά αλλού δεν είναι τόσο εμφανής η επίδραση του αντικοινωνικού τρόπου ζωής όσο στη φυλακή.  Αν και ο πληθυσμός των φυλακών παρέχει μοναδικές ευκαιρίες θεραπευτικής αντιμετώπισης, τα προβλήματα που έχουν σχέση με την υγεία των κρατούμενων συχνά είναι δυσεπίλυτα.  Πάντως, η πρόσφατη μεταβίβαση των αρμοδιοτήτων για τις υπηρεσίες υγείας των φυλακών στην Αγγλία από το Υπουργείο Εσωτερικών στο Υπουργείο Υγείας είναι ένα λογικό βήμα και μία ώθηση για την αναγνώριση των σχέσεων μεταξύ εγκλήματος, κάκωσης και νόσου και για την ενοποίηση πρόληψης και θεραπείας.  Ενώ οι δεσμοί μεταξύ στέρησης και υγείας έχουν μελετηθεί ευρύτατα, οι δεσμοί μεταξύ αντικοινωνικού τρόπου ζωής και υγείας έχουν παραμεληθεί.

Shepherd J, Farrington D, British Medical Journal 326 : 834-835, 2003

ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Shepherd JP, Farrington DP, Potts AJC.  Relations between offending, injury and illness.  Journal of the Royal Society of Medicine 95 : 539-544, 2002

Farrington DP.  Individual differences and offending.  In : Tonry M, ed.  Handbook of crime and punishment.  Oxford, Oxford University Press, 1998

Farrington Sutherland I, Shepherd JP.  Social dimensions of adolescent substance abuse.  Addiction 96 : 445-448, 2001

Farrington Caspi A, Begg D, Dickson N et al.  Identification of personality types at risk for poor health and injury in late adolescence.  Criminal Behaviour and Mental Health 5 : 330-335, 1995

Farrington Junger M, Terlouw GJ, Van der Heijden PGM. Crime, accidents and social control.  Criminal Behaviour and Mental Health 5 : 386-410, 1995

Farrington Shepherd JP, Peak JD, Haria S et al.  Characteristic illness behaviour in assault patients : DATES syndrome.  Journal of the Royal Society of Medicine 88 : 85-87, 1995

Farrington Welsh BC, Farrington DP.  What works, what doesn’t, what’s promising and future directions.  In : Sherman LW, Farrington DP, Welsh BC, McKenzie DL, eds.  Evidence-based crime prevention.  London, Routledge, 2002

Farrington Scheweinhart L, Barnes H, Weikart D, Garnett WS, Epstein AS.  Significant benefits : the High / Scope Perry Preschool Study through age 27.  Monographs of the High / Scope Educational Research Foundation, Number 10.  Ypsilanti, The High / Scope Press, 1993

[20] Dürrenmatt (1990): ‘Le Minotaur’ Ed. L’Age de l’homme, Zurich.

[21] Potamianou, A. (1985) : ‘The Personal Myth. Points and Counterpoints’ The Psychoanalytic Study of the Child, vol. 40: 285-296.

[22] C. Castoriadis, op. cit., p. 36.

Share This