Σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα  αντιμετωπίζουν οι ασθενείς με  καρδιακές παθήσεις. Συνήθως όσοι γλιτώσουν από ένα έμφραγμα ξεχνούν ότι  σώθηκαν και  διακατέχονται μόνιμα  από έντονο άγχος και στρες για την επιβίωση τους. Δεν υπακούν τις οδηγίες των θεραπόντων ιατρών τους και αισθάνονται κοινωνικά απομονωμένοι. 

 
Το Οξύ Έμφραγμα του Μυοκαρδίου (ΟΕΜ), είναι μια οξεία και επικίνδυνη για την ζωή κατάσταση, που εμφανίζεται με συχνότητα από 2/1000 (γυναίκες) έως 6/1000 (άνδρες). Στην εκδήλωση του συμμετέχουν πολλοί παράγοντες, τόσο προδιαθεσικοί, όσο και περιβαλλοντολογικοί (τρόπος ζωής, διατροφή, άγχος, κάπνισμα κλπ. κλπ). Συχνά, την εκδήλωση του ΟΕΜ ακολουθεί και η εμφάνιση κατάθλιψης, σε διαφορετικό βαθμό και ένταση μεταξύ των ασθενών. Η κατάθλιψη που συνοδεύει το ΟΕΜ, συχνά δεν διαγιγνώσκεται, ή υποτιμάται, παρόλο που η αναγνώριση της και η αντιμετώπιση της είναι κομβικής σημασίας για τους ασθενείς.
Σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα η Μετεμφραγματική Κατάθλιψη αποτελεί σχετικά συχνό εύρημα και υπολογίζεται σε 15-30% σε ασθενείς που νοσηλεύονται σε Μονάδες Εμφραγμάτων 48-72 ώρες μετά από Οξύ Έμφραγμα Μυοκαρδίου. 
 
Για την αντιμετώπιση του εμφράγματος απαιτείται:
1) Στενή συνεργασία Καρδιολόγου και Ψυχιάτρου
2) Αντικαταθλιπτική αγωγή, και
3) Θρομβόλυση.
Τέλος, σημαντική είναι η συμβολή της Διασυνδετικής-Ψυχιατρικής στη διάγνωση και θεραπεία της Μετεμφραγματικής Κατάθλιψης στο Γενικό Νοσοκομείο.
 
Οι ασθενείς με καρδιακές παθήσεις και ιδιαίτερα όσοι πάσχουν από στηθάγχη και έμφραγμα μυοκαρδίου εμφανίζουν συχνά έντονο άγχος ως αντίδραση στο καρδιολογικό πρόβλημα, τον πόνο και τον φόβο του θανάτου. Το άγχος εμφανίζεται αμέσως μετά το έμφραγμα σε νοσηλευόμενους ασθενείς, κορυφώνεται τη δεύτερη ημέρα και συνήθως υποχωρεί μετά τις πρώτες ημέρες. Μερικοί όμως ασθενείς εξακολουθούν να παρουσιάζουν έντονο και επίμονο άγχος, αρκετό διάστημα μετά το συμβάν. Στους νοσηλευόμενους για έμφραγμα στο Γενικό Νοσοκομείο ανευρίσκεται μείζων κατάθλιψη σε ποσοστό 15-30%, ενώ 65% παρουσιάζουν ελάσσονα κατάθλιψη σύμφωνα με τα διεθνή δεδομένα.
Η Μετεμφραγματική Κατάθλιψη αποτελεί ιδιαίτερη ψυχοπαθολογική οντότητα στο Γενικό Νοσοκομείο και παρατηρείται σε ποσοστό 15-30% σε ασθενείς που νοσηλεύονται στις Μονάδες Εμφραγμάτων 48-72 ώρες μετά από Οξύ Έμφραγμα του Μυοκαρδίου. Το πρόβλημα αυτό αντιμετωπίζει σε καθημερινή βάση ο Ψυχίατρος του Γενικού Νοσοκομείου στις Μονάδες Εμφραγμάτων και στην Καρδιολογική Κλινική στα πλαίσια άσκησης της Διασυνδετικής Συμβουλευτικής Ψυχιατρικής. Για την επίλυσή τους και την καλύτερη αντιμετώπιση του ασθενούς είναι απαραίτητο ο Ψυχίατρος να έχει καλό επίπεδο γνώσεων Εσωτερικής Παθολογίας και Καρδιολογίας, και ο Καρδιολόγος με τον οποίο θα συνεργαστεί να έχει ευαισθητοποιηθεί στα ψυχιατρικά προβλήματα και να έχει γνώσεις Ψυχιατρικής.
 
Σε μια μελέτη που έγινε σε νοσηλευόμενους με οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου στην Καρδιολογική Κλινική του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας Πειραιά, η κατάθλιψη ήταν η συχνότερη ψυχική διαταραχή και ανιχνεύθηκε σε ποσοστό 24%. Η συχνότητα της μείζονος κατάθλιψης ήταν 5,4%, ενώ συνολικά και σε συνοσηρότητα με άλλη ψυχική διαταραχή ανήλθε σε 17,7%, δηλαδή 1 στους 5 εμφραγματίες έπασχε από μείζονα κατάθλιψη.
 
 
Απαιτείται λοιπόν, μετά την εκδήλωση ΟΕΜ η στενή συνεργασία Καρδιολόγου και Ψυχιάτρου και η έναρξη αντικαταθλιπτικής αγωγής ταυτόχρονα με τα καρδιολογικά φάρμακα και τη θρομβόλυση, διότι αυτό συντελεί στη μείωση των επιπλοκών του οξέος εμφράγματος του μυοκαρδίου, οι οποίες είναι συχνότερες στους καταθλιπτικούς ασθενείς. Ως πλέον ασφαλή αντικαταθλιπτικά φάρμακα για τη μετεμφραγματική κατάθλιψη θεωρούνται οι εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (SSRIs).
Η αντιαιμοπεταλιακή δράση των SSRIs που πάντως δεν φαίνεται να συσχετίζεται με την ανταπόκριση των καρδιολογικών ασθενών που εμφανίζουν κατάθλιψη, αποτελεί μια επιπλέον θεραπευτική δράση, την οποία πιθανά δεν διαθέτουν τα τρικυκλικά αντικαταθλιπτικά. Η μεταβολή στην ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων αποτελεί ενδεχομένως βασικό παθοφυσιολογικό μηχανισμό των αιφνιδίων θανάτων σε καρδιολογικούς ασθενείς με κατάθλιψη, που φαίνεται να αποκαθίσταται με τη χορήγηση των SSRIs.
Μια σοβαρή παρενέργεια των δύο αυτών υποκατηγοριών των αντικαταθλιπτικών και ίσως των SSRIs είναι η αιμορραγική διάθεση του ασθενούς λόγω της παράτασης του χρόνου προθρομβίνης που προκαλούν όταν συγχορηγούνται με αντιπηκτική αγωγή ή θρομβόλυση. Η ανάγκη συγχορήγησης απαιτεί συχνότερο έλεγχο της πηκτικότητας του αίματος και καλή συνεργασία με τον θεράποντα Καρδιολόγο για ενδεχόμενη τροποποίηση της αντιπηκτικής αγωγής του ασθενούς, δεδομένου ότι η μετεμφραγματική κατάθλιψη δυσχεραίνει σοβαρά την ανάρρωση του ασθενούς μετά το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου. Επίσης, είναι δυνατόν η διάγνωση της Μετεμφραγματικής Κατάθλιψης να υποκαθίσταται από άλλες διαγνώσεις, όπως μετατραυματική διαταραχή άγχους, χρόνιος αλκοολισμός κ.α.
 
Η σχέση Κατάθλιψης και ισχαιμικής καρδιοπάθειας.
Η κατάθλιψη προκαλεί διέγερση με υπερλειτουργία του άξονα υποθαλάμου-επινεφριδίων, με αποτέλεσμα αύξηση των κορτικοστεροειδών και των κατεχολαμινών. Τα αυξημένα καρτικοστεροειδή ευοδώνουν την αθηροσκληρωτική διαδικασία που οδηγεί σε στένωση των στεφανιαίων αρτηριών από αύξηση της χοληστερόλης και των ελεύθερων λιπαρών οξέων στο αίμα. Η αύξηση των κατεχολαμινών μπορεί να προκαλέσει αύξηση της αρτηριακής πίεσης καθώς και ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων με σχηματισμό θρόμβου πάνω στις αθηρωματικές πλάκες και μεγαλύτερη στένωση της αρτηρίας. Ο θρόμβος μπορεί να σχηματισθεί και να μεγαλώσει σε μικρό χρονικό διάστημα με αποτέλεσμα το οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου. Η υπόθεση ότι η κατάθλιψη προκαλεί αυξημένη δραστηριότητα των αιμοπεταλίων του αίματος είναι βασική στη σχέση μεταξύ κατάθλιψης και θανάτου μετά από ισχαιμική καρδιοπάθεια.
Οι ασθενείς με κατάθλιψη εμφανίζουν αυξημένο δείκτη φλεγμονής και ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων ή ελάττωση της μεταβλητότητας της καρδιακής συχνότητας. Δυστυχώς η κατάθλιψη –μπροστά στο καρδιαγγειακό πρόβλημα -υποδιαγιγνώσκεται και υποθεραπεύεται. Η εικόνα του ανθρώπου που φτάνει στο καρδιολογικό ιατρείο με συμπτώματα κατάθλιψης είναι συνήθως η ακόλουθη:
Έχει μειωμένα κίνητρα για συμπεριφορές υγείας: καπνίζει ή/και δεν κάνει σωματική άσκηση.
Η διατροφή του δεν είναι η ενδεδειγμένη.
Αισθάνεται κοινωνικά απομονωμένος.
Έχει χρόνιο άγχος για την επιβίωσή του.
Έχει χαμηλή αντίληψη συναισθηματικής υποστήριξης από τους οικείους του.
Έχει δυσλειτουργικούς μηχανισμούς άμυνας στο πρόβλημα της υγείας του (π.χ. άρνηση   αποδοχής της κατάστασης της υγείας του).
Δεν συμμορφώνεται στις οδηγίες του γιατρού.
Πάσχει από ανορεξία, απώλεια βάρους, προβλήματα ύπνου και μειωμένη ενέργεια.
Μπορεί να εμφανίζει συμπτώματα διαταραχής πανικού ή άγχους.
Η επίδραση της κατάθλιψης στον κίνδυνο θανάτου μετά από ισχαιμική καρδιοπάθεια πρέπει υποθετικά να εξετάζεται υπό το φως της υπερβολικής έντασης στην οποία εκτίθεται το σώμα λόγω του στρες. Το να πάσχει κανείς ταυτόχρονα από καρδιοπάθεια και κατάθλιψη πρέπει να είναι μια από τις πιο έντονες από απόψεως στρες καταστάσεις στις οποίες μπορεί να βρεθεί ένα άτομο.
Share This