Πώς ορίζουμε την προκατάληψη και τον ρατσισμό;
Η προκατάληψη και ο ρατσισμός αναφέρονται σε μια αρνητική άποψη για μια ομάδα ανθρώπων που βασίζεται αποκλειστικά στη συμμετοχή τους σε αυτή την ομάδα.

Τι είναι τα στερεότυπα και πώς σχετίζονται με την κοινωνική προκατάληψη;
Ο όρος στερεότυπο όπως χρησιμοποιείται στην κοινωνική επιστήμη εισήχθη για πρώτη φορά από τον δημοσιογράφο Walter Lippman το 1922. Με τον όρο «στερεότυπο», αποδίδουμε σε μια συγκεκριμένη ομάδα μια σειρά από κοινά για τα μέλη της χαρακτηριστικά. Κοινά σύγχρονα στερεότυπα είναι ότι οι «Ασιάτες είναι εργατικοί και φιλομαθείς», «οι σχιζοφρενείς είναι δολοφόνοι», ή ότι «οι άγγλοι τουρίστες είναι συνεχώς μεθυσμένοι» κλπ.  Όταν το στερεότυπο δίνει έμφαση σε αρνητικά χαρακτηριστικά τότε μιλάμε για προκαταλήψεις.

Πώς η τάση μας να κατηγοριοποιήσουμε προσφέρεται για τη δημιουργία στερεοτύπων;
Η τάση να κατατάσσουμε την εμπειρία μας σε κατηγορίες αποτελεί θεμελιώδη και παγκόσμια διάσταση της ανθρώπινης γνωστικής λειτουργίας. Δημιουργούμε έννοιες, προκειμένου αυτές να βγάλουν νόημα στην ατέρμονη πολυπλοκότητα που συναντάμε στο περιβάλλον μας. Αυτό είναι ένα απαραίτητο συστατικό της ανθρώπινης σκέψης, που μας επιτρέπει να επεξεργαζόμαστε πληροφορίες αποτελεσματικά και γρήγορα. Εάν δεν δημιουργούμε κατηγορίες και νοητικά σχήματα τότε ολόκληρη η ζωή μας θα ήταν μια πολύβουη μάζα ιδεών και εμπειριών.
Στην κοινωνική κατηγοριοποίηση, τοποθετούμε τους ανθρώπους σε κατηγορίες. Οι άνθρωποι επίσης κάνουν διάκριση των μελών στην ομάδα που ανήκουν, από τα μέλη άλλων ομάδων. Επιπλέον, οι άνθρωποι τείνουν να αξιολογούν τις άλλες ομάδες πιο αρνητικά σε σχέση με την δική τους. Με τον τρόπο αυτό, οι κοινωνικές κατηγορίες προσφέρονται εύκολα για την δημιουργία στερεοτύπων γενικά και αρνητικών στερεοτύπων ειδικότερα.

Είναι ο σοβινισμός φυσιολογικός;
Η ευνοιοκρατία φαίνεται να είναι μια φυσική τάση του ανθρώπου. Σε πολλές μελέτες, οι άνθρωποι αποδίδουν πιο θετικά χαρακτηριστικά στην δική τους ομάδα από ό, τι σε άλλες ομάδες. Αυτό έχει αποδειχθεί διαπολιτισμικό χαρακτηριστικό. Το 1976, ο Marilynn Brewer και ο Donald Campbell δημοσίευσαν μια έρευνα από 30 φυλετικές ομάδες στην Ανατολική Αφρική. Τα θέματα που τους ζητήθηκε να αξιολογήσουν ήταν η σύγκριση της δικής τους και των άλλων φυλών σε μια σειρά από χαρακτηριστικά. 27 από τις 30 ομάδες βαθμολόγησαν τη δική τους ομάδα πιο θετικά από ό, τι οποιαδήποτε άλλη ομάδα. Σε μια σειρά από κλασικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν το 1950 και το 1960, οι Mouzafer και Carolyn Sherif μελέτησαν μια ομάδα από 12χρονα αγόρια σε μια θερινή κατασκήνωση. Τα παιδιά χωρίστηκαν σε δύο ομάδες οι οποίες στη συνέχεια συγκρούονται μεταξύ τους σε ανταγωνιστικά παιχνίδια. Μετά από αυτά τα παιχνίδια, τα αγόρια ξεκάθαρα εμφανίζουν σοβινιστικά χαρακτηριστικά, αξιολογώντας σταθερά τις επιδόσεις της δικής τους ομάδας ως ανώτερες της άλλης ομάδας. Επιπλέον, το 90% των αγοριών χαρακτήριζαν ως καλύτερους φίλους αυτούς μέσα από τη δική τους ομάδα, ακόμη και αν, πριν από τον διαχωρισμό των ομάδων, πολλοί είχαν καλύτερους φίλους στην άλλη ομάδα.

Πώς θα μειωθεί η κοινωνική προκατάληψη;
Δεδομένου του πολυεθνικού και ποικιλόμορφου κόσμου μας, είναι πολύ σημαντικό να κατανοήσουμε τους τρόπους για μείωση των κοινωνικών προκαταλήψεων. Στη δεκαετία του 1950, ο Gordon Allport εισήγαγε την υπόθεση της αλλότριας ομάδας επαφής. Κατά την άποψη αυτή, η αλλότρια διαμορφωμένη ομάδα επαφής, υπό θετικές συνθήκες μπορεί να μειώσει την κοινωνική προκατάληψη. Οι απαραίτητες προϋποθέσεις περιλαμβάνουν τη συνεργασία για την επίτευξη κοινών στόχων, ισότιμο καθεστώς μεταξύ των ομάδων, καθώς και υποστήριξη των τοπικών αρχών και πολιτιστικών προτύπων. Σημαντική έρευνα από τότε έχει στηρίξει αυτές τις ιδέες. Σε μια ανασκόπηση του 2003, οι Stephen Wright και Donald Taylor σημείωσαν επίσης την αποτελεσματικότητα της ταύτισης με μια ομάδα υπερ-συντεταγμένη. Με άλλα λόγια, οι διάφορες ομάδες μπορούν να έρθουν σε επαφή ως τμήμα μιας μεγαλύτερης ομάδας, για παράδειγμα, ως μέρος μιας κοινότητας.

Οι φιλίες μεταξύ ομάδων μειώνουν την κοινωνική προκατάληψη;
Η θετική συναισθηματική εμπειρία με τα μέλη των διαφόρων ομάδων μπορεί επίσης να μειώσει τα αρνητικά στερεότυπα. Έχοντας στενούς φίλους από διαφορετικές ομάδες είναι ιδιαίτερα αποτελεσματική μέθοδος στον τομέα αυτό. Είναι σχεδόν αδύνατο να διατηρήσετε τα απλοϊκά, αρνητικά στερεότυπα για κάποιον που γνωρίζετε καλά. Δεύτερον, μια στενή σχέση προωθεί την ταύτιση με το άλλο πρόσωπο και στις ομάδες στις οποίες αυτό ανήκει. Με άλλα λόγια, οι σχέσεις σας με τους άλλους ανθρώπους και τα χαρακτηριστικά αυτών, μπορούν να γίνουν μέρος του ίδιου σας του εαυτού. Αυτό αναφέρεται ως ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ του άλλου με τον εαυτό σας, μια έννοια που εισήχθη από τους Stephen Wright, Arthur Aron και συνεργατών τους.

Αν και συχνά ακούμε για βαθιά ριζωμένες θεσμικές και πολιτιστικές αντιλήψεις που συμβάλλουν στο ρατσισμό, λιγότερο συχνά ακούμε για τα ψυχολογικά κίνητρα που εμπλέκονται στην διαδικασία. Με άλλα λόγια, ψυχολογικά, τι οδηγεί ένα άτομο να έχει ρατσιστικές αντιλήψεις; Παρακάτω παραθέτω μια λίστα με ψυχολογικά κίνητρα που φαίνεται να συμβάλλουν στον ρατσισμό.

1. Αυτοεκτίμηση
Παρατηρείται ότι οι άνθρωποι μερικές φορές χρησιμοποιούν τις προκαταλήψεις και τις διακρίσεις έναντι άλλων για να ενισχύσουν τη δική τους αυτοεκτίμηση. Όταν η αυτοεκτίμηση απειλείται, επιζήμιες πρακτικές και πεποιθήσεις όπως ο ρατσισμός φαίνεται να αποκαθιστούν την αυτοεκτίμηση (τουλάχιστον σε κάποιους). Αυτός προφανώς δεν είναι ένας κοινωνικά αποδεκτός και παραγωγικός τρόπος για να ξανακερδίσουν τα άτομα την αυτοεκτίμηση τους, αλλά παρόλα αυτά φαίνεται να είναι μια μέθοδος που μερικοί άνθρωποι χρησιμοποιούν.
.
2. Θετική / αρνητική διάκριση
Οι άνθρωποι είναι κοινωνικά πλάσματα. Μας αρέσει να είμαστε μέρος μιας ομάδας όπως ακριβώς μας αρέσει να βλέπουμε τους εαυτούς μας θετικά (αυτοεκτίμηση), θα θέλαμε να θεωρούν τις ομάδες που ανήκουμε ως σημαντικές (θετική ιδιαιτερότητα). Το πρόβλημα είναι ότι ένας τρόπος που αυτό γίνεται είναι υποτιμώντας μέλη άλλων ομάδων. Έτσι, αν κάποιος είναι αισθητά διαφορετικός σε κάποια ιδιότητα του, μερικές φορές οι άνθρωποι κατέχουν αρνητική στάση σχετικά με αυτό το άτομο, επειδή ανήκει σε διαφορετική ομάδα. Η κλασική και σύγχρονη έρευνα στην κοινωνική ψυχολογία υποστηρίζει αυτή την ιδέα καθώς οι άνθρωποι έχουν την τάση να ανταποκρίνονται περισσότερο ευνοϊκά για τους άλλους, αν είναι μέλη μιας κοινής ομάδας. Η ταυτότητα αυτή μπορεί να είναι θρησκευτική, πολιτική, κοινωνική, ακόμη και φυλετική. Καθώς ο Κόσμος γίνεται όλο και πιο ποικιλόμορφος, η επικοινωνία και η μετακίνηση πιο ευχερής, τουλάχιστον για ορισμένα άτομα φαίνεται ότι η Φυλή είναι ακόμα μια σημαντική διάκριση και η διάκριση αυτή προωθεί την αρνητική στάση απέναντι σε ανθρώπους που ανήκουν σε άλλες φυλετικές ομάδες.

3. Σιγουριά και σταθερή δομή
Πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να έχουν μια πολύ σαφή και ξεκάθαρη άποψη για τον κόσμο. Για αυτούς τους ανθρώπους, ένας ραγδαία μεταβαλλόμενος κόσμος προκαλεί μεγάλη ανησυχία. Η αλλαγή μπορεί να είναι γεγονότα όπως η εκλογή του πρώτου Αφροαμερικανού προέδρου, η αύξηση του αριθμού των εθνοτικών μειονοτικών πληθυσμών, η μεγαλύτερη ποικιλία ομάδων στο χώρο εργασίας, ή επίσης σοβαρά κοινωνικο-οικονομικά γεγονότα, εμφύλιοι πόλεμοι κλπ. Υπάρχει σαφής ανάγκη στους ανθρώπους για σταθερό πλαίσιο και έτσι συχνά επιδίδονται σε στερεοτυπική σκέψη και αντιδρούν σε καταστάσεις που τους κάνουν να αισθάνονται ότι απειλούνται υιοθετώντας ακόμη και εχθρική στάση απέναντι σε όσους είναι διαφορετικοί. Για αυτούς τους ανθρώπους, η προκατάληψη φαίνεται να είναι ένα μέσο για να διατηρηθεί ένα πολύ άκαμπτο σύστημα πεποιθήσεων για τον Κόσμο. Οι άνθρωποι που δεν διαθέτουν αυτά τα χαρακτηριστικά, είναι πιο ανοιχτοί στο Νέο και επεξεργάζονται καλύτερα τις αλλαγές στην ζωή τους – σαν αποτέλεσμα, διακατέχονται πολύ λιγότερο από ρατσιστικά συναισθήματα, μισαλλοδοξία ή φόβο στο διαφορετικό.

4. Επιβίωση
Μερικοί μελετητές έχουν υποστηρίξει ότι η προκατάληψη και ο ρατσισμός ειδικότερα, μπορεί να κινητοποιούνται από τα βασικά κίνητρα επιβίωσης. Οι άνθρωποι έχουν εξελιχθεί ως ένα είδος που ευδοκιμεί σε ομάδες και οι ομάδες ανταγωνίζονται για πόρους που σπανίζουν. Και δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε πίσω στους προγόνους μας και την Παγκόσμια Ιστορία της Ανθρωπότητας. Ακόμα και σήμερα, τα έθνη και οι ομάδες μιας χώρας έχουν να αντιμετωπίσουν την περιορισμένη πρόσβαση σε επίσης περιορισμένους πόρους (π.χ. νερό, γόνιμη γη, λιμάνια, πετρέλαιο, κλπ). Η κοινωνική ψυχολογική έρευνα αποδεικνύει ότι είναι πολύ εύκολο να προκληθεί ρήξη μεταξύ ομάδων, εφόσον αυτές ανταγωνίζονται για ένα αγαθό σε ανεπάρκεια. Ως εκ τούτου, μία από τις αιτίες του ρατσισμού μπορεί να είναι μια έμφυτη τάση προς την σύγκρουση ομάδων στην ανάγκη απόκτησης και διατήρησης πόρων. Φυσικά, αυτό είναι εξαιρετικά προβληματικό και δυσπροσαρμοστικό στη σύγχρονη, αλληλο-διασυνδεδεμένη Κοινωνία. Ωστόσο, όταν οι άνθρωποι εξελίχθηκαν, ο κόσμος μας ήταν πολύ διαφορετικός. Οι εγκέφαλοί μας εξελίχθηκαν για αυτόν τον παλιό κόσμο, όχι το σύγχρονο στον οποίο ζούμε σήμερα. Ως εκ τούτου, πρέπει να προσπαθήσουμε να αποκτήσουμε συστήματα πεποιθήσεων που να απορρίπτουν ότι μπορεί να είναι μια φυσική τάση έλλειψης εμπιστοσύνης και αρνητικής στάσης για τους ανθρώπους που φαίνονται διαφορετικοί από εμάς. Έχουμε σημειώσει μεγάλη πρόοδο, αλλά έχουμε ακόμη πολύ δρόμο μπροστά μας, αν υπάρχει κάποια αλήθεια στον ισχυρισμό ότι η προκατάληψη μπορεί να οφείλεται σε βασικά κίνητρα επιβίωσης.

5. Επικράτηση
Οι μελετητές αντλώντας υλικό από την εξελικτική ψυχολογία, έχουν επίσης ισχυριστεί ότι ο ρατσισμός μπορεί να καθοδηγείται από κίνητρα για κυριαρχία. Υποστηρίζουν ότι οι άνθρωποι, όπως και πολλά άλλα πρωτεύοντα θηλαστικά, είναι ιεραρχικά ζώα. Για να εγκατασταθεί μια ιεραρχία, θα πρέπει να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ανθρώπων. Ο ρατσισμός βοηθά στη διατήρηση των διαφόρων καθεστώτων, διότι καταπιέζει τις μειονοτικές ομάδες. Προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού, η έρευνα διαπίστωσε ότι οι άνθρωποι που έχουν ισχυρή τάση για κυριαρχία, τείνουν να σταδιοδρομούν σε επαγγέλματα που προωθούν την ιεραρχία ή σε θέσεις εξουσίας. Αυτά τα άτομα υψηλού κυριαρχικού status είναι επίσης περισσότερο διατεθειμένα να διατηρήσουν τις προκαταλήψεις προς τα μέλη των μειονοτικών ομάδων. Αυτό είναι ίσως το κρίσιμο σημείο, όπου οι νόμοι και η κοινωνική πολιτική είναι κρίσιμες μεταβλητές. Αν μερικοί άνθρωποι διακατέχονται από κίνητρα να καταπιέζουν ορισμένες ομάδες, πρέπει να επαγρυπνούμε στις προσπάθειές μας για την προώθηση της ισότητας και της κοινωνικής δικαιοσύνης.

Τι πρέπει να γίνει;
Είναι γενικά παραδεκτό ότι η καλύτερη αντιμετώπιση ενός δυσλειτουργικού κοινωνικού φαινομένου είναι η πρόληψη και όχι η καταστολή.
Η πιο ευρέως χρησιμοποιούμενη τεχνική για την προώθηση της φυλετικής αρμονίας, είναι η ανάμειξη φυλετικών ή εθνοτικών ομάδων σε νέες ομάδες όπου συνεργάζονται για έναν κοινό στόχο, έχει ως στόχο να σπάσει ακριβώς τέτοια εμπόδια στην κατανόηση. Μερικές από τις πιο υποσχόμενες τεχνικές έχουν ως στόχο παιδιά του δημοτικού, των οποίων οι προκαταλήψεις δεν είχαν το χρόνο να διαμορφωθούν ή να παγιωθούν. Αλλά η έρευνα έχει επίσης οδηγήσει σε μια σειρά από αρχές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν από οποιονδήποτε οργανισμό, για να αλλάξει το περιβάλλον που οδηγεί σε ρατσιστικά φαινόμενα.
Διαφυλετικές ομάδες μάθησης – Μια από τις πιο επιτυχημένες μεθόδους χωρίζει τους μαθητές σε διαφυλετικές ομάδες μάθησης, οι οποίες, όπως με τις αθλητικές ομάδες, δένει τα μέλη μαζί σε κοινό σκοπό, που τελικώς μπορεί να οδηγήσει σε φιλία. Τέτοιες ομάδες μάθησης είναι ευρέως διαδεδομένες στις Ηνωμένες Πολιτείες, ιδιαίτερα σε περιοχές με πιθανά ή πραγματικά φυλετικά προβλήματα. Στο Ισραήλ, έχουν χρησιμοποιηθεί για να εκτονωθεί η ένταση μεταξύ των Εβραίων μαθητών της Μέσης Ανατολής και αυτών ευρωπαϊκής καταγωγής. Στον Καναδά, μεταξύ των Καναδών και των μεταναστών, καθώς και στην Καλιφόρνια μεταξύ των ισπανόφωνων και των μη-ισπανόφωνων φοιτητών.
Παρά το γεγονός ότι οι έρευνες δείχνουν μια σχετική μείωση των ρατσιστικών αντιλήψεων στις ΗΠΑ κατά τα τελευταία 40 χρόνια, ο αριθμός των ανθρώπων που εκφράζουν ανοιχτά μισαλλοδοξία και προκατάληψη εξακολουθεί να υφίσταται σε πιο «εκλεπτυσμένες» και συγκεκαλυμμένες μορφές. Ο Δρ Gadlin, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης, αναφέρει ότι η συμπεριφορά των φοιτητών του κολεγίου είναι μια ηχηρή ένδειξη φυλετικών στάσεων και πεποιθήσεων. Οι Πανεπιστημιουπόλεις ήταν στην πρώτη γραμμή του Κινήματος των Πολιτικών Δικαιωμάτων στη δεκαετία του 1960. Όμως τα τελευταία δύο χρόνια, ο ίδιος σημειώνει ότι «φυλετικά περιστατικά βίας σημειώνουν πλέον αύξηση στις πανεπιστημιουπόλεις σε όλη τη χώρα».

Πάρα πολύ συχνά οι άνθρωποι βλέπουν την κοινωνική (και αντίστοιχα φυλετική, θρησκευτική, ιδεολογικοπολιτική κλπ) κατηγορία και όχι το άτομο. Όταν σχηματίζονται αυτές οι κατηγορίες, οι πεποιθήσεις και οι παραδοχές που τις υποθάλπουν επιβεβαιώνονται σε κάθε δυνατή ευκαιρία, αγνοώντας αποδείξεις για το αντίθετο. Ο David Hamilton, ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας στη Σάντα Μπάρμπαρα, έχει καταδείξει σε μια σειρά πειραμάτων ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση να ξεχνούν τα γεγονότα που θα αλλάξουν τις υποθέσεις τους σχετικά με τις Κατηγορίες, ενώ αναζητούν και θυμούνται πληροφορίες που θα επιβεβαιώσουν αυτές τις υποθέσεις. «Όταν συναντώ κάποιον που δεν ταιριάζει με τα στερεότυπα μου», λένε οι ίδιοι «το άτομο αυτό αποτελεί απλώς μια εξαίρεση».
Η αίσθηση της δικαιοσύνης είναι επίσης σημαντική. Αν μία ομάδα αντιμετωπίζεται ευνοϊκότερα ή υπάρχει η υπόνοια για κάτι τέτοιο, η κατάσταση είναι πλέον ώριμη για εντάσεις, που συχνά εκφράζονται με Κοινωνικό Αυτοματισμό. Το συνολικό κοινωνικό κλίμα είναι σημαντικό για την καταπολέμηση του ρατσισμού, αλλά και παράπλευρων άλλων φαινομένων όπως του κοινωνικού αποκλεισμού και κοινωνικού αυτοματισμού. Η Φτώχια και οι ιδιαίτερα έντονες και βίαιες κοινωνικο-οικονομικές αλλαγές, συμβάλλουν τα μέγιστα στον έτι περαιτέρω διαχωρισμό των ανθρώπων σε ομάδες, που αυτό-εκπαιδεύονται στην καλλιέργεια Μίσους για το Διαφορετικό, και στην ανέγερση, διατήρηση και ενδυνάμωση σαφών διαχωριστικών γραμμών από άλλους ανθρώπους – ομάδες και εν τέλει προετοιμάζονται συνειδητά και ασυνείδητα για την τελική και ιδιαίτερα καταστροφική σύγκρουση.  Αν από την άλλη προσποιούμαστε ότι προβλήματα δεν υπάρχουν, ότι δεν υφίστανται στην Κοινωνία που ζούμε έννοιες όπως Ρατσισμός, Κοινωνικός Αποκλεισμός ή Κοινωνικός Αυτοματισμός, τότε οι εντάσεις θα κλιμακωθούν μέχρι τελικώς να εκραγούν.

Κλείνοντας συμπερασματικά, υπάρχουν μια σειρά από ψυχολογικά κίνητρα που βοηθούν να διατηρήσουν ζωντανό τον ρατσισμό. Και αυτά τα κίνητρα αναμφίβολα συμβάλλουν στην ευρύτερη ανάπτυξη δυνάμεων που συντηρούν το φαινόμενο. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε τα κίνητρα, γιατί η γνώση είναι δύναμη. Γνωρίζοντας τις ψυχολογικές δυνάμεις και μηχανισμούς που ευοδώνουν το ρατσισμό (και τις άλλες μορφές προκαταλήψεων), θα μας βοηθήσει στην καταπολέμηση του. Σε έναν κόσμο που η εξέλιξη είναι ραγδαία αλλά παράλληλα έχει έναν αυξανόμενο αριθμό πυρηνικών, βιολογικών και χημικών όπλων και αντιμετωπίζει περιβαλλοντικούς κινδύνους που απειλούν όλους τους ανθρώπους, μπορεί να είναι η ικανότητά μας για συνεργασία και όχι σύγκρουση, που ενδεχομένως θα σώσει όλους μας.

Το πασίγνωστο πείραμα για τις επιπτώσεις του ρατσισμού και του διαχωρισμού:
«Το 1970, η Τζέην Έλλιοτ, δασκάλα δημοτικού, πραγματοποίησε ένα διήμερο πείραμα. Την πρώτη μέρα, έπεισε τα παιδιά πως όσα έχουν μπλε μάτια είναι ανώτερα από όσα έχουν καφέ μάτια, και πως από εκείνη τη στιγμή θα είχαν πλεονεκτική θέση έναντι των καφέ στα πάντα: Οι μπλε θα είχαν μεγαλύτερο διάλειμμα ενώ οι καφέ θα έμεναν μέσα, σε καμία περίπτωση οι καφέ δεν θα μπορούσαν να παίξουν με τους μπλε, ενώ οι καφέ θα έπρεπε να φοράνε κολάρο ώστε να ξεχωρίζουν και να πίνουν νερό από τον ψύκτη μόνο με ποτήρι. Τη δεύτερη μέρα, οι ρόλοι αντιστράφηκαν. Τώρα, οι καφέ είναι καλύτεροι, πιο έξυπνοι, έχουν παραπάνω διάλειμμα και απολαμβάνουν όλα όσα απολάμβαναν την προηγούμενοι οι μπλε. Οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά των παιδιών καταγράφηκαν από κάμερες. Μια ήρεμη τάξη, με χαρούμενα παιδιά που έπαιζαν και διασκέδαζαν, χωρίστηκε στη μέση. Για πρώτη φορά, υπήρξε συμπλοκή στην αυλή του σχολείου μεταξύ καφέ και μπλέ ματιών, με τους τελευταίους να αποκαλούν υποτιμητικά τους μέχρι πριν λίγο φίλους τους “καφεμάτηδες”, όπως αποκαλούσαν οι γονείς τους τους μαύρους, “αράπηδες”. Για πρώτη φορά, τα παιδιά ένιωθαν το βάρος της φυλετικής διάκρισης και του ρατσισμού στις πλάτες τους, για κάτι που δεν επέλεξαν να έχουν (καφέ ή μπλε μάτια) και που δεν μπορούσαν να αλλάξουν. Αντιθέτως, όταν βρίσκονταν στην πλεονεκτική θέση του ανώτερου, κατόπιν εντολής δασκάλας, η «ψυχολογία του ευνοημένου» τα ωθούσε στο να είναι πιο χαρούμενα και να λύνουν ασκήσεις πολύ πιο γρήγορα».

Share This